Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξυριστική

См. также в других словарях:

  • ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… …   Dictionary of Greek

  • λάμα — I Βουδιστές ιερείς. Βλ. λ. λαμαϊσμός· Δαλάι Λάμα. II Ποταμός της Ρωσίας, στις περιοχές Μόσχα και Καλίνιν. Βλ. λ. Μόσκοβας. * * * (I) η μικρή, λεπτή μετάλλινη πλάκα κοπτικού εργαλείου («λάμα μαχαιριού») 2. μικρό ξυραφάκι, λεπίδα που τοποθετείται… …   Dictionary of Greek

  • λεπίδα — η (AM λεπίς, ίδος) [λέπος] έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού» 8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.) νεοελλ. 1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» το ξυραφάκι) 2. βοτ. το ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • ξυραφάκι — το μικρή μεταλλική λεπίδα ξυρίσματος που τοποθετείται σε ξυριστική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • ξυριστικός — και ξουριστικός, ή, ό [ξυρίζω] 1. αυτός που αναφέρεται στο ξύρισμα ή ο κατάλληλος για ξύρισμα («ξυριστική μηχανή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυριστικά η αμοιβή που εισπράττει ο κουρέας για το ξύρισμα …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • αχρησιμοποίητος — η, ο 1. αυτός που δε χρησιμοποιείται: Ένα δωμάτιο του σπιτιού μένει αχρησιμοποίητο. 2. ακατάλληλος για χρήση: Αυτή η ξυριστική μηχανή είναι πια αχρησιμοποίητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηχανή — η 1. κάθε συσκευή που εξυπηρετεί τον άνθρωπο στη δουλειά του, κάθε συσκευή που μετασχηματίζει μια ενέργεια σε άλλη μορφή: Ξυριστική μηχανή. 2. «η κρατική μηχανή», το σύνολο των κρατικών υπηρεσιών. 3. μτφ., τέχνασμα, σκευωρία, κόλπο: Μου έστησε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυράφι — ξυράφι, το και ξουράφι, το 1. ξυριστική λεπίδα. 2. μτφ., άνθρωπος έξυπνος, πνεύμα οξύ: Έχει μυαλό ξυράφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύρισμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξυρίζω. 2. αφαίρεση τριχών σύρριζα με ξυριστική λεπίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»