-
1 бриться
-
2 брить
-
3 бриться
брить||сяξυρίζομαι, ξουρίζομαι. -
4 выбриваться
выбривать||сяξυρίζομαι, ξουρίζο-μαι. -
5 обрить
обритьсов ξυρίζω, ξουρίζω:\обрить голову ξυρίζω τό κεφάλι· \обрить бороду ξουρίζω τά γένια \обриться ξυρίζομαι, ξουρίζομαι. -
6 брить
брею, бреешь, μτχ. ενστ. бреющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. бритый, βρ: брит, -а, -о ρ.δ.μ.ξυρίζω, ξυραφίζω•брить бороду ξυρίζω τα γένια•
брить голову ξυρίζω το κεφάλι•
брить жениха ξυρίζω το γαμπρό.
ξυρίζομαι, ξυραφίζομαι. -
7 обрить
-
8 перебрить
-
9 пробрить
ρ.σ.μ.1. ξυρίζω ενδιάμεσα.2. ξυρίζω (ένα χρον. διάστημα).ξυρίζομαι (σε ένα χρον. διάστημα)•полчаса я -лся μισή ώρα ξυραφίστηκα.
-
10 сбривать
См. также в других словарях:
ξυρίζομαι — ξυρίζομαι, ξυρίστηκα, ξυρισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγξυρούμαι — έομαι, Μ ξυρίζομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ξυροῦμαι «ξυρίζομαι» (< ξυρόν «ξυράφι»)] … Dictionary of Greek
αλληλοξυρίζομαι — 1. ξυρίζω κάποιον και ξυρίζομαι από αυτόν 2. ταράζω κάποιον στη φλυαρία και ταράζομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο + ξυρίζω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
ξυρώ — ξυρῶ, έω και άω (Α) [ξυρόν] 1. αφαιρώ τις τρίχες με ξυράφι, ξυρίζω (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», Πλούτ. β. «σὺ δ εὐπρόσωπος, λευκὸς ἐξυρημένος», Αριστοφ.) 2. μέσ. ξυρῶμαι, άομαι ξυρίζω τον εαυτό μου, ξυρίζομαι 3. παροιμ. α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν… … Dictionary of Greek
υποξυρώ — άω και έω, ΜΑ μσν. ξυρίζω ελαφρώς, παίρνω λίγο με το ξυράφι αρχ. 1. μέσ. ὑποξυρῶμαι, άομαι ξυρίζομαι κάτω από το πηγούνι 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπεξυρημένος ξυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξυρῶ «ξυρίζω» (< ξυρόν «ξυράφι»)] … Dictionary of Greek