Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξυρίζομαι

См. также в других словарях:

  • ξυρίζομαι — ξυρίζομαι, ξυρίστηκα, ξυρισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγξυρούμαι — έομαι, Μ ξυρίζομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ξυροῦμαι «ξυρίζομαι» (< ξυρόν «ξυράφι»)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοξυρίζομαι — 1. ξυρίζω κάποιον και ξυρίζομαι από αυτόν 2. ταράζω κάποιον στη φλυαρία και ταράζομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο + ξυρίζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ξυρώ — ξυρῶ, έω και άω (Α) [ξυρόν] 1. αφαιρώ τις τρίχες με ξυράφι, ξυρίζω (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», Πλούτ. β. «σὺ δ εὐπρόσωπος, λευκὸς ἐξυρημένος», Αριστοφ.) 2. μέσ. ξυρῶμαι, άομαι ξυρίζω τον εαυτό μου, ξυρίζομαι 3. παροιμ. α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν… …   Dictionary of Greek

  • υποξυρώ — άω και έω, ΜΑ μσν. ξυρίζω ελαφρώς, παίρνω λίγο με το ξυράφι αρχ. 1. μέσ. ὑποξυρῶμαι, άομαι ξυρίζομαι κάτω από το πηγούνι 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπεξυρημένος ξυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξυρῶ «ξυρίζω» (< ξυρόν «ξυράφι»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»