-
1 ξυνιημι
(fut. συνήσω, impf. συνίην и συνίειν, aor. συνῆκα, aor. 2 σύνην, pf. συνεῖκα)1) сводить(σ. τινας μάχεσθαι Hom.)
συνέσθαι ἀμφὴ γάμῳ Hom. — договориться насчет брака2) редко med. слышать, воспринимать(θεᾶς ὄπα Hom.; τὸν Αἵμονος φθόγγον ξ. Soph.)
3) внимать, слушатьεἰ δ΄ ἄγε νῦν ξυνίει Hom. — ну слушай же;
μεῦ βουλέων ξύνιεν Hom. — они внимали моим советам4) замечать(τοῖϊν ξυνέηκε Hom.)
οὐ συνῆκα ἡδύς τινι διὰ σὲ γεγενημένος Luc. — я не заметил, чтобы стал из-за тебя кому-л. приятным5) понимать(Hom., Arph.; σ. ἀλλήλων Her.)
ξ. ἑλληνιστί τὰ πλεῖστα Xen. — понимать по-гречески почти все;ξυνῆκα τοὖπος Soph. — я понял (твою) речь;ξυνιέντες τὰ ναυτικά Xen. — знающие морское дело;ἀκούετε καὴ συνίετε NT. — слушайте и разумейте
См. также в других словарях:
ξυνίημι — (Α) βλ. συνίημι … Dictionary of Greek
ξυνίημι — συνίημι bring pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνίημ' — ξυνίημι , συνίημι bring pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνίημι — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνίημι Α [ἵημι] 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι (α. «ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι», Όρθρ. Μεγ. Παρασκ. β. «πρὸς τὸ συνιέναι ἡμᾱς τὸν Ἰησούν», Ειρην. γ. «οὔπω ξυνῆκα», Αισχύλ. δ. «εὖ λέγοντος οἷ νῡν δὴ ἐμνήσθημεν τοῡ… … Dictionary of Greek