-
1 ὁμο-λογία
ὁμο-λογία, ἡ, die Uebereinstimmung, συμφωνία δὲ ὁμολογία τις, Plat. Conv. 187 b; Uebereinkunft, bes. im Disputiren, wenn der Eine dem Andern Etwas als richtig zugiebt, das Zugeständniß, Gorg. 461 c Charm. 175 c; ἡ πρὸς Σωκράτη ὁμολογία, Phil. 12 a; neben ξυνϑήκη, Crat. 384 d; παρὰ τὰς συνϑήκας τε καὶ ὁμολογίας, Crit. 52 d, vgl. 54 c; – im Kriege, Ergebung an den Feind auf gewisse Bedingungen, Capitulation, ἐς ὁμολογίην προςεχώρησαν, Her. 7, 156, λόγους προςφέρειν περὶ ὁμολογίης, 8, 52, öfter; βουλόμενοι ὁμολογίᾳ τινὶ ἐπιεικεῖ αποπέμψασϑαι τὰς ναῦς, unter billiger Bedingung, Thuc. 3, 4; καὶ χρόνῳ ξυνέβησαν καϑ' ὁμολογίαν, 1, 98; ὁμολογίαν ποιεῖσϑαι, 4, 65; Sp., ὁμολογία τίς ἐστι πᾶσι πρὸς ἅπαντας, Luc. Paras. 30.
См. также в других словарях:
ξυνθήκη — συνθήκη , συνθήκη compounding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνθήκῃ — συνθήκῃ , συνθήκη compounding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek