Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ξυνϑήκη

См. также в других словарях:

  • ξυνθήκη — συνθήκη , συνθήκη compounding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνθήκῃ — συνθήκῃ , συνθήκη compounding fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»