Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ξυνωμότης

См. также в других словарях:

  • ξυνωμότης — συνωμότης , συνωμότης one who is leagued by oath masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνωμότισσα Ν, και θηλ. συνωμότις, ιδος Μ, και αττ. τ. ξυνωμότης Α αυτός που ορκίζεται μυστικά μαζί με άλλους για την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αυτός που μετέχει σε συνωμοσία αρχ. μτφ. αυτός που κρυφά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»