Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ξυνεχῶς

См. также в других словарях:

  • ξυνεχῶς — συνεχῶς , συνεχής holding together adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεχής — ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, ές, Α [συνέχω] 1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»