-
1 ξυναλλαγη
ἥ1) обменξ. λόγου Soph. и λόγων ξυναλλαγαί Eur. — обмен речами, переговоры
2) pl. сношения, взаимоотношенияλέκτρων συναλλαγαί Eur. — половая связь
3) примирение, мирὅρκοι ξυναλλαγῆς Thuc. — скрепление мира клятвами;
ἐκ συναλλαγῆς Xen. — в силу (состоявшегося) примирения;πρός τινα διαλέγεσθαι περὴ συναλλαγῶν Xen. — вести с кем-л. переговоры о мире4) стечение обстоятельств, случайνόσου συναλλαγῇ θανάσιμος Soph. — умерший от болезни;
δαιμόνων ξυναλλαγαί Soph. — ниспосылаемые божествами превратности;ποίας φανείσης συναλλαγῆς ; Soph. — в силу каких обстоятельств?
См. также в других словарях:
ξυναλλαγῇ — συναλλάσσω bring into intercourse with aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναλλαγή — συναλλαγή , συναλλαγή interchange fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλαγή — η, ΝΜΑ [συναλλάσσω] νεοελλ. 1. (οικον.) ανταλλαγή πραγμάτων με στόχο το αμοιβαίο συμφέρον, η οποία, στις αχρήματες οικονομίες, γίνεται είδος με είδος και, στις εγχρήματες οικονομίες, γίνεται με τη μεσολάβηση χρήματος 2. αθέμιτη παροχή… … Dictionary of Greek