-
1 ξυμμορία
συμμορίᾱ, συμμορίαtaxation-group: fem nom /voc /acc dualσυμμορίᾱ, συμμορίαtaxation-group: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————συμμορίαι, συμμορίαtaxation-group: fem nom /voc plσυμμορίᾱͅ, συμμορίαtaxation-group: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ξυμμορίᾳ
Βλ. λ. ξυμμορία
См. также в других словарях:
ξυμμορία — συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc/acc dual συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμορίᾳ — συμμορίαι , συμμορία taxation group fem nom/voc pl συμμορίᾱͅ , συμμορία taxation group fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)