-
1 ξυμμαχικος
3союзнический, союзный(αἵρεσις Polyb.; δύναμις Plut.)
οἱ θεοὴ ξυμμαχικοί Thuc. — боги, именем которых освящался военный союз
См. также в других словарях:
συμμαχικός — ή, ό / συμμαχικός, ή, όν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμαχικός, ή, όν, Α [σύμμαχος / συμμαχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συμμάχους ή στη συμμαχία 2. φρ. α) «συμμαχικά νομίσματα» αρχαιολ. κοινά νομίσματα που κόβονταν και χρησιμοποιούνταν από… … Dictionary of Greek