-
1 ξυλό-κερκος
ξυλό-κερκος, ἡ, ein Thor in Constantinopel, Ep. (IX, 690).
-
2 ξυλόκερκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλόκερκος
-
3 ξυλόκερκος
ξυλό-κερκος, ἡ, ein Tor in Constantinopel -
4 выстрел
1. (часть рангоута судна) το δοράτιο, ο απώστης, ο κέρκος/η μπούμα της ράδαςшлюпочный - η λεμβούχος, η βαρδαλάντσα2. (оружия) η βολή, ο πυροβολισμός, (пушки) о κανονιοβολισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выстрел
См. также в других словарях:
καρόκερκος — καρόκερκος, ὁ (Α) ονομασία αστερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα «κεφάλι» + κερκος (< κέρκος «ουρά»), πρβλ. ξυλό κερκος, πλατύ κερκος] … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
ξυλόκερκος — ο (Μ ξυλόκερκος) (στο Βυζάντιο) το θέατρο που ήταν κατασκευασμένο από ξύλο μσν. ως κύριο όν. μία από τις πύλες τής Κωνσταντινούπολης, η Κερκόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κέρκος* «ουρά τών ζώων»] … Dictionary of Greek