-
1 ξυλουργού
ξυλουργέωwork wood: pres imperat mp 2nd sg (attic)ξυλουργέωwork wood: imperf ind mp 2nd sg (attic)ξυλουργόςcarpenter: masc gen sg -
2 ξυλουργοῦ
ξυλουργέωwork wood: pres imperat mp 2nd sg (attic)ξυλουργέωwork wood: imperf ind mp 2nd sg (attic)ξυλουργόςcarpenter: masc gen sg
См. также в других словарях:
ξυλουργοῦ — ξυλουργέω work wood pres imperat mp 2nd sg (attic) ξυλουργέω work wood imperf ind mp 2nd sg (attic) ξυλουργός carpenter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργαλεία — Όργανα για τη διευκόλυνση της χειρωνακτικής εργασίας. Σήμερα, παρά την ύπαρξη μιας ευρύτατης κλίμακας εργαλειομηχανών, είναι πολλές ακόμα οι εργασίες που γίνονται από το χέρι του ανθρώπου και πολλά συνεπώς τα αναγκαία ε. Αν σκεφτούμε π.χ. τη… … Dictionary of Greek
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия
άλφα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * το (Α ἄλφα) (άκλιτο) 1. το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου (Α, α) 2. φρ. «δεν ξέρει ούτε το… … Dictionary of Greek
αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… … Dictionary of Greek
απλάνιστος — κ. απλανιάριστος, η, ο [πλανίζω] 1. αυτός που δεν πέρασε από πλάνη ξυλουργού, αροκάνιστος 2. ασυμμόρφωτος 3. αγροίκος … Dictionary of Greek
κέαρνον — κέαρνον, τὸ (Α) εργαλείο τού ξυλουργού και τού βυρσοδέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεάζω, κατά το σκέπαρνον] … Dictionary of Greek
κοιλόσταθμος — κοιλόσταθμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή στέγη, ο θολωτός 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ κοιλόσταθμος και τὸ κοιλόσταθμον θολωτή στέγη, φατνωτή οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στάθμη «κανόνας τού ξυλουργού»] … Dictionary of Greek
μαραγκοσύνη — η [μαραγκός] η τέχνη ή το επάγγελμα τού ξυλουργού, η ξυλουργική … Dictionary of Greek
ρόκανο — το, Ν το ροκάνι τού ξυλουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροκάνι, κατά τα ουδ. σε ο] … Dictionary of Greek
σκέπαρνο — το / σκέπαρνον, ΝΑ, και σκέπαρνος, ὁ, Α το σκεπάρνι αρχ. 1. ξυλουργικό εργαλείο με διπλή αμφίπλευρη κοπτική αιχμή, τής οποίας η μία πλευρά είναι μεγάλη και η άλλη μικρή («σκέπαρνον τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν», Ησύχ.) 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου 3 … Dictionary of Greek