-
1 ξυλουργία
ξυλουργίᾱ, ξυλουργίαworking of wood: fem nom /voc /acc dualξυλουργίᾱ, ξυλουργίαworking of wood: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ξυλουργια
-
3 ξυλουργία
ξυλουργική η столярничество, столярное ремесло; плотничье дело -
4 ξυλουργία
[ксилургиа] ουσ θ столярное ремесло. -
5 ξυλουργία
ξῠλουργ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλουργία
-
6 ξυλουργίας
ξυλουργίᾱς, ξυλουργίαworking of wood: fem acc plξυλουργίᾱς, ξυλουργίαworking of wood: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ξυλουργίαν
ξυλουργίᾱν, ξυλουργίαworking of wood: fem acc sg (attic doric aeolic) -
8 ξυλουργικη
-
9 ξυλουργικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλουργικός
См. также в других словарях:
ξυλουργία — ξυλουργίᾱ , ξυλουργία working of wood fem nom/voc/acc dual ξυλουργίᾱ , ξυλουργία working of wood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλουργία — η (Α ξυλουργία) [ξυλουργός] η τέχνη τής κατεργασίας τού ξύλου, ξυλουργική … Dictionary of Greek
ξυλουργίας — ξυλουργίᾱς , ξυλουργία working of wood fem acc pl ξυλουργίᾱς , ξυλουργία working of wood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλουργίαν — ξυλουργίᾱν , ξυλουργία working of wood fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλουργικός — ή, ό (Α ξυλουργικός, ή, όν) [ξυλουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλουργό ή στην ξυλουργία («ξυλουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η ξυλουργική η τέχνη και το επιτήδευμα τής κοπής, κατεργασίας και συναρμογής τών ξύλων, η ξυλουργία … Dictionary of Greek
γομφωτικός — γομφωτικός, ή, όν (Α) 1. ο σχετικός με τη στερέωση με καρφιά ή πασσάλους 2. το θηλ. ως ουσ. η γομφωτική η ξυλουργία … Dictionary of Greek
κάφα — (Kaffa). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (56.634 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Αιθιοπίας, στα σύνορα με το Σουδάν. Το θερμό κλίμα και η ευφορία του εδάφους ευνοούν την καλλιέργεια των δημητριακών, των λαχανικών, των φρούτων, του βαμβακιού και του καφέ, ο … Dictionary of Greek
ξυλουργική — η η τέχνη επεξεργασίας ξύλου, η ξυλουργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)