Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ξυλουργία

См. также в других словарях:

  • ξυλουργία — ξυλουργίᾱ , ξυλουργία working of wood fem nom/voc/acc dual ξυλουργίᾱ , ξυλουργία working of wood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλουργία — η (Α ξυλουργία) [ξυλουργός] η τέχνη τής κατεργασίας τού ξύλου, ξυλουργική …   Dictionary of Greek

  • ξυλουργίας — ξυλουργίᾱς , ξυλουργία working of wood fem acc pl ξυλουργίᾱς , ξυλουργία working of wood fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλουργίαν — ξυλουργίᾱν , ξυλουργία working of wood fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλουργικός — ή, ό (Α ξυλουργικός, ή, όν) [ξυλουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλουργό ή στην ξυλουργία («ξυλουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η ξυλουργική η τέχνη και το επιτήδευμα τής κοπής, κατεργασίας και συναρμογής τών ξύλων, η ξυλουργία …   Dictionary of Greek

  • γομφωτικός — γομφωτικός, ή, όν (Α) 1. ο σχετικός με τη στερέωση με καρφιά ή πασσάλους 2. το θηλ. ως ουσ. η γομφωτική η ξυλουργία …   Dictionary of Greek

  • κάφα — (Kaffa). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (56.634 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Αιθιοπίας, στα σύνορα με το Σουδάν. Το θερμό κλίμα και η ευφορία του εδάφους ευνοούν την καλλιέργεια των δημητριακών, των λαχανικών, των φρούτων, του βαμβακιού και του καφέ, ο …   Dictionary of Greek

  • ξυλουργική — η η τέχνη επεξεργασίας ξύλου, η ξυλουργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»