-
1 ξυγκλήσεως
-
2 ξυγκλῄσεως
-
3 εὐ-σκέπαστος
εὐ-σκέπαστος, gut bedeckt, gut beschützt, sicher, τὴν πυκνότητα τῆς ξυγκλήσεως εὐσκεπαστότατον εἶναι Thuc. 5, 71, sei der beste Schutz; vgl. D. Cass. 49, 30.
-
4 ευσκεπαστος
2дающий хорошее убежище, хорошо защищающий(ἥ πυκνότης τῆς ξυγκλῄσεως Thuc.)
-
5 ξυγκλεισις
староатт. ξύγκλῃσις - εως ἥ1) запирание, смыкание(συναφέ καὴ σ. Arst.)
ἥ πυκνότης τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. — плотность сомкнутых рядов2) pl. узкий проход, ущелье, ложбина Polyb., Plut. -
6 συγκλεισις
староатт. ξύγκλῃσις - εως ἥ1) запирание, смыкание(συναφέ καὴ σ. Arst.)
ἥ πυκνότης τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. — плотность сомкнутых рядов2) pl. узкий проход, ущелье, ложбина Polyb., Plut. -
7 πυκνότης
A closeness, thickness, denseness, solidity, [ νεφελῶν] Ar.Nu. 384, 406; [ χρυσοῦ] Pl.Ti. 59b;π. ἡ κάτω Epicur.Nat.11.10
;π. νοητή Phld.D.3.11
; of flesh, opp. μανότης, Hp.VM22, Arist.EN 1129a23, etc.; opp. ἀραιότης, Id.Ph. 260b10 (pl.);ἡ π. τῆς ξυγκλῄσεως Th.5.71
.2 Medic., π. κοιλίης costiveness, Hp.Epid.6.3.1.4 in Tactics, close formation of the phalanx, Arr.Tact.11.1, 12.11;ἡ συνέχεια καὶ π.τῶν Ῥωμαίων Plu.Crass.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυκνότης
См. также в других словарях:
ξυγκλῄσεως — ξυγκλῄσεω̆ς , σύγκλεισις shutting up fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)