-
1 ξυγκινδυνευω
подвергаться общей опасности, рисковать вместе(βουλόμενοι ἅμα ὡς πλείστους σφίσι ξ. Thuc.)
ἐγὼ δ΄ ὑμῖν συγκινδυνεύσω τῷ φράζειν τὰ δεδογμένα ἐμοί Plat. — совместно с вами я рискну сформулировать свою точку зрения (досл. свои мнения);μετὰ τῶν ὁπλιτῶν σ. Polyb. — сражаться бок о бок с тяжелой пехотой
См. также в других словарях:
συγκινδυνεύω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α 1. κινδυνεύω μαζί με κάποιον 2. αγωνίζομαι μαζί με άλλον, πολεμώ μαζί με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῡ ψόγου», Πλάτ.) … Dictionary of Greek