-
1 ξυάλη
ξυάλη, ἡ, = Folgdm, VLL., als der gewöhnliche Ausdruck bezeichnet.
-
2 ξυήλη
-
3 ξυήλη
A whittle, curved knife used in shaping a javelin, X.Cyr.6.2.32 ; ξ. Λακωνική, as a weapon, Id.An. 4.7.16, cf. 4.8.25. -
4 ξυήλη
См. также в других словарях:
ξυήλη — και δωρ. τ. ξυάλη, ἡ (Α) 1. είδος μαχαιριού με κυρτό σχήμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν για την κατεργασία τών ξύλων με ξέση, ξύστρα 2. μικρό δρεπανοειδές μαχαιρίδιο ή ξίφος τών Λακώνων, που τό κρεμούσαν από τη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύω + κατάλ. ήλη… … Dictionary of Greek