-
1 ξιφομαχώ
(ε) αμετ.1) фехтовать; 2) драться на шпагах, на рапирах -
2 ξιφομαχώ
[ксифомахо] р. фехтовать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξιφομαχώ
-
3 ξιφομαχώ
[ксифомахо] ρ фехтовать. -
4 ξιφομαχώ
kılıçla savaşmak -
5 фехтовать
-
6 fence
I 1. [fens] noun(a line of wooden or metal posts joined by wood, wire etc to stop people, animals etc moving on to or off a piece of land: The garden was surrounded by a wooden fence.) φράχτης2. verb(to enclose (an area of land) with a fence eg to prevent people, animals etc from getting in: We fenced off the field.) περιφράζω- fencingII [fens] verb1) (to fight with (blunted) swords as a sport.) ξιφομαχώ2) (to avoid answering questions: He fenced with me for half an hour before I got the truth.) μασώ τα λόγια μου•- fencing -
7 драть
деру, дершь, παρλθ. χρ. драл, -ла, -ло, ρ.δ.μ.1. σχίζω, ξεσχίζω•драть бумагу ξεσχίζω το χαρτί.
|| τρυπώ, φθείρω από τη χρήση.2. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, γδέρνω, εκδέρω•драть лыко с дерева βγάζω τη φλούδα από το δέντρο.
|| εκριζώνω, ξεριζώνω, αποσπώ•драть зубы βγάζω τα δόντια.
3. κατασπαράζω, θανατώνω.4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω•драть розгами χτυπώ με τη βέργα.
|| τραβώ•.- уши τραβώ τ' αυτιά•драть волосы τραβώ τα μαλλιά•
драть за вихор τραβώ από τον τσαμπά.
5. Μτφ. παίρνω ακριβά, γδέρνω, ξυρίζω.6. ξύνω, παραξύνω,παρατρίβω, ξεφλουδίζω.7. τραβώ, προκαλώ πόνο•бритва -т το ξυράφι τραβάει.
8. ερεθίζω, καίω•горчичник -т спину ο συναπισμός καίει τη ράχη•
перец -т горло το πιπέρι καίει στο λαιμό.
|| μτφ. κάνω άσχημη εντύπωση, χτυπώ άσχημα•эта музыка -т уши αυτή η 'μουσική μου τρυπά τ' αυτιά.
9. (απλ.) φεύγω, το σκάζω, το βάζω στα πόδια•драть со всех сил φεύγω ολοταχώς.
εκφρ.драть горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κλπ.). драть зерно χοντραλέθω•драть нос – είμαι ψηλομύτης, ψηλοπερήφανος• κρατώ πόζα.1. μαλώνω, τσακώνομαι, καιβγαδίζω, διαπληκτίζομαι., αλληλοδέρνομαι. || χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα.2. μάχομαι, πολεμώ•драть до последнего патрона μάχομαι ως το τελευταίο φυσίγγι.
|| αγωνίζομαι• 'παλεύω•драть за перевыполнение плана αγωνίζομαι για την υπερεκπλήρωαη του πλάνου.
|| χτυπιέμαι, μάχομαι, αγωνίζομαι•драть на шпагах ξιφομαχώ.
-
8 фехтовать
-тую, -туешьρ.δ. ξιφομαχώ, διαξιφίζομαι, κάνω ξιφασκία.
См. также в других словарях:
ξιφομαχώ — ξιφομαχώ, ξιφομάχησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξιφομαχώ — έω [ξιφομάχος] 1. μάχομαι με ξίφος 2. ασκούμαι στην ξιφομαχία … Dictionary of Greek
ξιφομαχώ — ξιφομάχησα, μάχομαι με το ξίφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαξιφίζομαι — (Α διαξιφίζομαι) (αποθ.) [ξιφίζω < ξίφος] μάχομαι με ξίφος, ξιφομαχώ νεοελλ. διαπληκτίζομαι φραστικώς … Dictionary of Greek
διαξιφίζομαι — διαξιφίστηκα 1. ξιφομαχώ. 2. μτφ., συγκρούομαι με κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)