-
1 ξιφοειδή
ξιφοειδήςsword-shaped: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ξιφοειδήςsword-shaped: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ξιφοειδήςsword-shaped: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 ξιφοειδῆ
ξιφοειδήςsword-shaped: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ξιφοειδήςsword-shaped: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ξιφοειδήςsword-shaped: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
ξιφοειδῆ — ξιφοειδής sword shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξιφοειδής sword shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ξιφοειδής sword shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγάστριο — Το τμήμα της κοιλιάς που εκτείνεται κατακόρυφα από την ξιφοειδή απόφυση του στέρνου έως δύο δάχτυλα πάνω από τον ομφαλό. Το μεσαίο μέρος του τμήματος αυτού είναι το κυρίως ε. Τα μέρη που βρίσκονται δεξιά και αριστερά από αυτό ονομάζονται… … Dictionary of Greek
φασγάνιον — τὸ, ΜΑ [φάσγανον] είδος φυτού με ξιφοειδή φύλλα, φάσγανο … Dictionary of Greek
ξιφοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με ξίφος: Φύλλα ξιφοειδή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)