-
1 ξιφοειδούς
-
2 ξιφοειδοῦς
См. также в других словарях:
ξιφοειδοῦς — ξιφοειδής sword shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοειδαλγία — η ιατρ. πόνοι τής ξιφοειδούς απόφυσης που οφείλονται σε χρόνιο ερεθισμό της … Dictionary of Greek
σιαμαίος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σιάμ, χώρα τής Ασίας, και στους κατοίκους της 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύρια ον.) ο Σιαμαίος, η Σιαμαία ο κάτοικος τού Σιάμ ή αυτός που κατάγεται από το Σιάμ 3. φρ. α) «σιαμαίοι αδελφοί» ή «σιαμαίοι… … Dictionary of Greek