Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξιφοειδοῦς

См. также в других словарях:

  • ξιφοειδοῦς — ξιφοειδής sword shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφοειδαλγία — η ιατρ. πόνοι τής ξιφοειδούς απόφυσης που οφείλονται σε χρόνιο ερεθισμό της …   Dictionary of Greek

  • σιαμαίος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σιάμ, χώρα τής Ασίας, και στους κατοίκους της 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύρια ον.) ο Σιαμαίος, η Σιαμαία ο κάτοικος τού Σιάμ ή αυτός που κατάγεται από το Σιάμ 3. φρ. α) «σιαμαίοι αδελφοί» ή «σιαμαίοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»