Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ξιφοειδής

См. также в других словарях:

  • ξιφοειδής — sword shaped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφοειδής — ές (Α ξιφοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ξίφος, που έχει το σχήμα ξίφους νεοελλ. φρ. «ξιφοειδής απόφυση» ανατ. η οξεία, εν μέρει οστέινη και εν μέρει χόνδρινη, κατάληξη τού οστού τού στέρνου, που αποτελεί το κατώτερο τμήμα του, αλλ. ξιφίστερνο.… …   Dictionary of Greek

  • ξιφοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με ξίφος: Φύλλα ξιφοειδή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξιφοειδῆ — ξιφοειδής sword shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξιφοειδής sword shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ξιφοειδής sword shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφοειδεῖ — ξιφοειδής sword shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ξιφοειδής sword shaped masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφοειδές — ξιφοειδής sword shaped masc/fem voc sg ξιφοειδής sword shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφοειδοῦς — ξιφοειδής sword shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφοειδῶς — ξιφοειδής sword shaped adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • xifoides — (Del gr. xiphoeides, semejante a una espada.) ► adjetivo/ sustantivo masculino ANATOMÍA Se aplica a una apófisis que tiene forma de espada y que está en el final del esternón. IRREG. plural xifoides * * * xifoides (del gr. «xiphoeidḗs», con forma …   Enciclopedia Universal

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»