-
1 ξιφοδηλητος
2убивающий мечомξ. θάνατος Aesch. — смерть от меча;
ξιφοδήλητοι ἀγῶνες Aesch. — смертельный бой на мечах
См. также в других словарях:
ξιφοδήλητος — ξιφοδήλητος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από ξίφος 2. αυτός που προέρχεται από ξίφος, που γίνεται με ξίφος («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» με θάνατο που επήλθε από ξίφος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω,… … Dictionary of Greek
ξιφοδηλήτοισιν — ξιφοδήλητος slain by the sword masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοδηλήτῳ — ξιφοδήλητος slain by the sword masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek