-
1 ξηρασία
A desiccation, Hp. Morb.1.18, Antiph.231.7, Arist.Mete. 384a11 ; keeping dry, Thphr. HP7.2.2 ; drying of hay, PTeb. 441(i A.D.), etc.2 dryness,τοῦ περιέχοντος Str.2.3.7
;τοῦ καυλοῦ Dsc.2.142
, cf. LXX Jd.6.37 ; ξηρασίαν λαμβάνειν become dry, Agatharch.34.3 drought, Gp.1.8.13 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξηρασία
См. также в других словарях:
φλεγμασία — η, ΝΑ φλεγμονή νεοελλ. ιατρ. θρομβοφλεβίτιδα τής μηριαίας ή και τής έξω λαγόνιας φλέβας, πολύ συχνή ύστερα από τοκετό ή στο πλαίσιο κάποιου λοιμώδους νοσήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα + κατάλ. ασία (πρβλ. ξηρ ασία, ὑγρ ασία)] … Dictionary of Greek