Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ξηραμπέλινος

См. также в других словарях:

  • ξηραμπέλινος — ξηραμπέλινος, ίνη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τών αποξηραμένων φύλλων τής αμπέλου, κόκκινος, ερυθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + ἀμπέλινος (πρβλ. ωμ αμπέλινος)] …   Dictionary of Greek

  • ξηραμπέλινοι — ξηραμπέλινος of the colour of withered vine leaves masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηραμπελίνας — ξηραμπελίνᾱς , ξηραμπέλινος of the colour of withered vine leaves fem acc pl ξηραμπελίνᾱς , ξηραμπέλινος of the colour of withered vine leaves fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • XERAMPELINUS — Graece ξηραμπέλινος, coloris nomen, apud veterem Scholiastem Iuvenalis, ubi eum, inter coccinum et muricem fuisse, scribit; alii atrum faciunt, eo quod Suidas Atrebaticis vestibus illum tribuit, quas ab atro colore dictas censent perperam. Sed ex …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»