Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξημερώνω

См. также в других словарях:

  • ξημερώνω — 1. βρίσκομαι κάπου ή καταγίνομαι με κάτι που άρχισα από τη νύχτα 2. (συν. το μέσ.) ξημερώνομαι μέ βρίσκει το ξημέρωμα, η αυγή τής επόμενης ημέρας να ασχολούμαι με κάτι που είχα αρχίσει την προηγούμενη ημέρα ή νύχτα 3. απρόσ. ξημερώνει γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • ξημερώνω — ξημέρωσα, ξημερώθηκα 1. μένω άγρυπνος ως το πρωί: Ξημερώσαμε στο γάμο. 2. απρόσ., ξημερώνει, φτάνει η ημέρα, έρχεται η αυγή, το πρωί, χαράζει, γλυκοχαράζει, φέγγει: Όπου λαλούν πολλά κοκόρια αργεί να ξημερώσει (όπου ανακατεύονται πολλοί, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυγάζω — (AM αὐγάζω) [αυγή] 1. ακτινοβολώ, λάμπω 2. φωτίζω μσν. νεοελλ. (για την ανατολή) εμφανίζομαι, ξημερώνω νεοελλ. απρόσ. αυγάζει ξημερώνει αρχ. μσν. διαφωτίζω αρχ. 1. διακρίνω, βλέπω καθαρά 2. φωτίζω, καταυγάζω 3. καθρεφτίζομαι …   Dictionary of Greek

  • διαφαίνομαι — (ΑΝ) 1. αρχίζω να παρουσιάζομαι μέσα από κάποιο άλλο σώμα, διαφανές ή όχι, διακρίνομαι αμυδρά κι αόριστα 2. αποδεικνύομαι, καταφαίνομαι, δηλώνομαι («διαφαίνονται οἱ σκοποί του») αρχ. 1. είμαι διάπυρος, πυροκόκκινος από τη θερμότητα 2. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξημέρωμα — το [ξημερώνω] 1. η ανατολή τής ημέρας, αυγή, χαραυγή 2. αγρύπνια μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες 3. (συν. στον πληθ, ως επίρρ.) ξημερώματα με την αυγή («ξημερώματα θα ξεκινήσουμε») 4. φρ. «καλό ξημέρωμα» λέγεται ως χαιρετισμός, αντί καληνύχτα, σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»