-
1 рассвести
-
2 ободнять
-
3 рассветать
[ρασβιτάτ*] ρ. χαράζω, ξημερώνω -
4 рассветать
[ρασβιτάτ'] ρ χαράζω, ξημερώνω -
5 рассвести
-светт, παρλθ. χρ. рассвело; ρ.σ. απρόσ. φέγγω, ξημερώνω (για χρόνο πριν την ανατολή του ήλιου). -
6 светать
-аетρ.δ.1. (απρόσ.) φέγγω, ξημερώνω•начинает светать αρχίζει να φέγγει.
2. γίνομαι πιο φωτεινός•день -ает η μέρα γίνεται πιο φωτεινή.
-
7 светлеть
ρ.δ.1. γίνομαι φωτε ι νός, λαμπρός•-еет взгляд γίνεται φωτεινό το βλέμμα•
ум -еет ο νους γίνεται φωτεινός.
2. (απρόσ.) ξημερώνω, φέγγω•-ло έφεξε, ξημέρωσε.
|| λάμπω από χαρά, αγαλλιάζω, ευφραίνομαι•у него на душе -ло αγαλλίασε (ευφράνθηκε) η ψυχή του.
3. λάμπω, φωτίζω.βλ. ρ. ενεργ. φ. (1, 3 σημ.).
См. также в других словарях:
ξημερώνω — 1. βρίσκομαι κάπου ή καταγίνομαι με κάτι που άρχισα από τη νύχτα 2. (συν. το μέσ.) ξημερώνομαι μέ βρίσκει το ξημέρωμα, η αυγή τής επόμενης ημέρας να ασχολούμαι με κάτι που είχα αρχίσει την προηγούμενη ημέρα ή νύχτα 3. απρόσ. ξημερώνει γίνεται… … Dictionary of Greek
ξημερώνω — ξημέρωσα, ξημερώθηκα 1. μένω άγρυπνος ως το πρωί: Ξημερώσαμε στο γάμο. 2. απρόσ., ξημερώνει, φτάνει η ημέρα, έρχεται η αυγή, το πρωί, χαράζει, γλυκοχαράζει, φέγγει: Όπου λαλούν πολλά κοκόρια αργεί να ξημερώσει (όπου ανακατεύονται πολλοί, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυγάζω — (AM αὐγάζω) [αυγή] 1. ακτινοβολώ, λάμπω 2. φωτίζω μσν. νεοελλ. (για την ανατολή) εμφανίζομαι, ξημερώνω νεοελλ. απρόσ. αυγάζει ξημερώνει αρχ. μσν. διαφωτίζω αρχ. 1. διακρίνω, βλέπω καθαρά 2. φωτίζω, καταυγάζω 3. καθρεφτίζομαι … Dictionary of Greek
διαφαίνομαι — (ΑΝ) 1. αρχίζω να παρουσιάζομαι μέσα από κάποιο άλλο σώμα, διαφανές ή όχι, διακρίνομαι αμυδρά κι αόριστα 2. αποδεικνύομαι, καταφαίνομαι, δηλώνομαι («διαφαίνονται οἱ σκοποί του») αρχ. 1. είμαι διάπυρος, πυροκόκκινος από τη θερμότητα 2. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξημέρωμα — το [ξημερώνω] 1. η ανατολή τής ημέρας, αυγή, χαραυγή 2. αγρύπνια μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες 3. (συν. στον πληθ, ως επίρρ.) ξημερώματα με την αυγή («ξημερώματα θα ξεκινήσουμε») 4. φρ. «καλό ξημέρωμα» λέγεται ως χαιρετισμός, αντί καληνύχτα, σε… … Dictionary of Greek