-
1 ξεχνώ
ξεχνάω (αόρ. (ε)ξέχασα) μετ., αμετ. забывать;ξεχνώ τό όνομα κάποιου — забыть чьё-л. имя;
ξεχνώ τα λεφτά στο σπίτι — забыть деньги дома;
κάνω να ξεχάσει отвлекать (от чего-л.), заставлять забыть (что-л.);1) — за-ξεχνιέμαι, ξεχνιουμαι
бываться, отвлекаться;2) терять над собой власть, контроль; забываться (разг); 3) забываться, изглаживаться из памяти; ξεχάστηκαν τα παληά старое забыто -
2 ξεχνώ
[ксэхно] р. забывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεχνώ
-
3 ξεχνώ
[ксэхно] ρ забывать. -
4 ξεχνώ
aklından çıkmak -
5 ξεχνώ
oublier -
6 ξεχνώ
zapominać czas. -
7 ξεχνώ
1) zanedbat2) zapomenout3) zapomínat -
8 ξεχνώ
forgetΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ξεχνώ
-
9 zapomenout
ξεχνώ -
10 zapomínat
ξεχνώ -
11 forget
ξεχνώ -
12 zapominać
ξεχνώ -
13 забыть
-буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -оρ.σ,1. λησμονώ, ξεχνώ•забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•
-дем прошлое λήθη στο παρελθόν•
вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.
2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.εκφρ.забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•что я -был? (там – κ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.4. λησμονώ, ξεχνώ. -
14 забыть
забыть ξεχνώ, λησμονώ вы ничего не \забытьли? μήπως ξεχάσατε τίποτα;* * *ξεχνώ, λησμονώвы ничего́ не забы́ли? — μήπως ξεχάσατε τίποτα
-
15 разучиваться
разучиваться, разучиться ξεμαθαίνω, ξεσυνηθίζω· ξεχνώ (забыть)* * *= разучитьсяξεμαθαίνω, ξεσυνηθίζω; ξεχνώ ( забыть) -
16 отвлекаться
отвлекать||ся1. ἀποσπῶμαι, ξεχνῶ, ἀφαι-ροϋμαι:\отвлекатьсяся от работы ἀποσπῶμαι ἀπό τήν ἐργασία μου· \отвлекатьсяся от мысли ξεχνῶ τήν σκέψη·2. филос. ἀφαιρούμαι. -
17 forget
[fə'ɡet]past tense - forgot; verb1) (to fail to remember: He has forgotten my name.) ξεχνώ2) (to leave behind accidentally: She has forgotten her handbag.) ξεχνώ,λησμονώ,αφήνω3) (to lose control of (oneself), act in an undignified manner: She forgot herself and criticized her boss during the company party.) (αυτοπαθές)ξεχνιέμαι,παραφέρομαι•- forgetfully -
18 разучиться
ξεμαθαίνωξεχνώ (αυτό που ήξερα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разучиться
-
19 вылетать
вылетатьнесов, вылететь сов1. πετῶ/ ἀναχωρώ μέ τό ἀεροπλάνο, ἀφίπτα-μαι (на самолете)·2. (стремительно выходить, выезжать) πετιέμαι ἔξω:он пу́лей вылетел из комнаты πετάχτηκε ἔξω ἀπό τό δωμάτιο σάν σίφουνας· ◊ \вылетать из головы ξεχνῶ, λησμονώ ἐντελώς κάτι· вылететь в трубу́ φαλλίρησε, χρεωκόπη-σε· \вылетать из института (с работы) разг μέ διώχνουν ἀπό τή σχολή (από τή δουλειά). -
20 выпускать
выпускатьнесов1. ἀφήνω, ἀφήνω νά βγῆ, ἀπολύω, ἀμολλάω/ χύνω (жидкость)! βγάζω (воздух):\выпускать на свободу ἀφήνω ἐλεύθερο·2. (учеников, специалистов) προετοιμάζω, ἐκπαιδεύω, ἐτοιμάζω·3. (из текста) ἀφαιρώ, παραλείπω·4. эк. ἐκδίδω (заем и т. ἡ.)/ παράγω, κατασκευάζω (тозары, продукцию):\выпускать деньги ἐκδίδω χαρτονομίσματά \выпускать товары на рынок βγάζω ἐμπορεύματα στήν ἀγορά·5. (из печати) δημοσιεύω, ἐκδίδω·6. (удлинять) μακραίνω, ἐπιμηκύνω· ◊ \выпускать из виду ἀφήνω νά μοῦ διαφύγει κάτι, λησμονώ, ξεχνώ.
См. также в других словарях:
ξεχνώ — και ξεχάνω ξέχασα, ξεχάστηκα, ξεχασμένος 1. παύω να θυμάμαι κάτι: Μην το πιεις κι ολότελα, κι αιώνια μας ξεχάσεις (Παλαμάς). 2. το μέσ., ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι αφαιρούμαι, δεν έχω συνειδητή αντίληψη των γύρω μου: Συχνά ξεχνιέται κοιτάζοντας την … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχνώ — ξεχνάω / ξεχνώ, ξέχασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεχνώ — άω και ξεχάνω 1. παύω να θυμάμαι κάτι, λησμονώ κάτι (α. «έχω ξεχάσει το όνομά του» β. «ξέχασα να τού τηλεφωνήσω») 2. γίνομαι αφηρημένος 3. μέσ. ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι χάνω την αίσθηση τού χώρου και τού χρόνου, δεν αντιλαμβάνομαι τί συμβαίνει… … Dictionary of Greek
ξεσυνηθίζω — ξεχνώ μια συνήθεια μου, ξεμαθαίνω κάτι … Dictionary of Greek
αποξεχνώ — κ. ξεχάνω 1. ξεχνώ εντελώς, λησμονώ ολότελα 2. (αποξεχνιέμαι κ. ιούμαι) ξεχνώ τον εαυτό μου, φτάνω ως την τέλεια αφηρημάδα … Dictionary of Greek
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek
μετεπιλανθάνομαι — (Μ) ξεχνώ, λησμονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐπι λανθάνομαι «ξεχνώ, λησμονώ»] … Dictionary of Greek
List of national mottos — This page lists state and national mottos for the world s nations. The mottos for some states lacking general international recognition, extinct states, non sovereign nations and territories are listed, but their names are not bolded. A state… … Wikipedia
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia