Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξετυλίγομαι

  • 1 развернуться

    Русско-греческий словарь > развернуться

  • 2 развернуть

    развернуть, развёртывать 1) ανοίγω· ξετυλίγω, ξεδιπλώνω (что-л. скатанное)' \развернуть газету ανοίγω την εφημερίδα 2) перен. αναπτύσσω, εξελίσσω \развернуться ξετυλίγομαι
    * * *
    = развёртывать
    1) ανοίγω; ξετυλίγω, ξεδιπλώνω (что-л. скатанное)

    разверну́ть газе́ту — ανοίγω την εφημερίδα

    2) перен. αναπτύσσω, εξελίσσω

    Русско-греческий словарь > развернуть

  • 3 развиваться

    развива||ться
    1. (раскручиваться) ξετυλίγομαι (тж. о волосах), ἐκτυλίσσομαι·
    2. (увеличиваться, усиливаться) ἀναπτύσσομαι/ ἐξελίσσομαι (эволюционировать):
    события \развиватьсяются τά γεγονότα ἐξελίσσονται.

    Русско-новогреческий словарь > развиваться

  • 4 разворачиваться

    разворачивать||ся
    1. ξεδιπλώνομαι, ξετυλίγομαι/ перен ἀναπτύσσομαι, ἐξελίσσομαι/ ἀνοίγομαι (раскрываться)·
    2. (о самолете, машине) στρίβω, κάνω στροφή, γυρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > разворачиваться

  • 5 разматываться

    разматывать||ся
    ξετυλίγομαι/ ξεμπλέκομαι, ξεκουβαριάζομαι (распутываться)/ λύνομαι (о бинте и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > разматываться

  • 6 раскрутить

    раскрутить
    сов, раскручивать несов ξεστρίβω, ξετυλίγω, ἐκστρέφω, ἐκτυλίσσω:
    \раскрутить веревку ξετυλίγω τό σχοινί \раскрутиться ξε-στρίβομαι, ξετυλίγομαι, ἐκτυλίσσομαι.

    Русско-новогреческий словарь > раскрутить

  • 7 ξετυλίγω

    ξετυλίζ||ω μετ. развёртывать, раскатывать;
    разматывать; раскручивать; распутывать;

    ξετυλίγω τό δέμα — распаковывать посылку;

    1) — развиваться, разворачиваться;

    2) разматываться, раскручиваться, развёртываться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξετυλίγω

  • 8 uncoil

    (to straighten from a coiled position: The snake uncoiled (itself).) ξετυλίγω, ξετυλίγομαι

    English-Greek dictionary > uncoil

  • 9 разматываться

    [ραζμάτυβατσα] ρ. ξετυλίγομαι

    Русско-греческий новый словарь > разматываться

  • 10 разматываться

    [ραζμάτυβατσα] ρ ξετυλίγομαι

    Русско-эллинский словарь > разматываться

  • 11 вымотать

    ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω, εκτυλίσσω.
    2. κατακουράζω, καταπονώ, κατεξαντλώ.
    εκφρ.
    - (всю) душу – βγάζω την ψυχή (ανάποδα), βγάζω το θεό (καταβασανίζω).
    1. ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι.
    2. (απλ.) κουράζομαι, καταπονούμαι, κατεξαντλούμαι, μου βγαίνει ο θεός.

    Большой русско-греческий словарь > вымотать

  • 12 отвивать

    ρ.δ.
    βλ. отвить (1 σημ.).
    ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отвивать

  • 13 открутить

    -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεστριβω, ξετυλίγω•

    открутить вервку ξεστρίβω την τριχιά.

    || ξεβιδώνω, α. ποκοχλιώνω•

    открутить гайку ξεστρίβω το παξιμάδι (περικόχλιο).

    2. αποκόπτω στρίβοντας.
    1. ξεστρίβω, ξετυλίγομαι. || αποκοχλιώνομαι • ξεβιδώνομαι.
    2. μτφ. αποφεύγω, ξεφεύγω, υπεκφεύγω, κλωθογυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > открутить

  • 14 отмотать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмотанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. ξετυλίγω, εκτυλίσσω.
    2. κουράζω κουνώντας.
    ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отмотать

  • 15 отпутывать

    ρ.δ.
    βλ. отпутать.
    ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отпутывать

  • 16 разбинтовать

    ρ.σ.μ. λύνω (βγάζω) τον επίδεσμο.
    1. βγάζω τον επίδεσμο μου.
    2. α-πελευτερώνομαι από τον επίδεσμο•

    рука -лась βγήκε πια ο επίδεσμος από το χέρι.

    3. (για επίδεσμο)• ξετυλίγομαι• περιτυλίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разбинтовать

  • 17 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

  • 18 развить

    разовью, разовьшь, παρλθ. χρ. развил
    -ла, -ло, προστκ. развей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развитый, βρ: -вит, -а, -о κ. развит
    -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω, εκτυλίσσω, ξεστριβω, ξεκλώθω• ξεπλέκω•

    развить вервку ξεπλέκω (ξεκλώθω) την τριχιά.

    2. αναπτύσσω, προάγω, καλλιεργώ•

    развить голос καλλιεργώ τη φωνή•

    развить память αναπτύσσω τη μνήμη•

    развить интерес к музыке αναπτύσσω το ενδιαφέρο για τη μουσική.

    3. Λνΐ,αινω, μεγαλώνω•

    развить машиностроение αναπτύσσω τη μηχανοκατασκευή•

    развить творческую деятельность αναπτύσσω τη δημιουργική δραστηριότητα•

    развить скорость αναπτύσσω ταχύτητα.

    4. μορφώνω, ανεβάζω το πνευματικό, πολιτιστικό επίπεδο• εκσυγχρονίζω.
    5. προάγω, βαθαίνω, πλαταίνω, δίνω βάθος (στο περιεχόμενο).
    1. ξετυλίγομαι, ξεστρίβομαι, ξε-κλώθομαι• ξεπλέκομαι.
    2. αναπτύσσομαι• μεγαλώνω, αυξαίνομαι, μεγενθύνομαι• ωριμάζω•
    3. μορφώνομαι, εξελίσσομαι, εκπολιτ ίζομαι εκ-συγχρον ίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > развить

  • 19 размотать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размотанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. ξετυλίγω•

    размотать клубок ξετυλίγω το κουβάρι.

    2. μτφ. ξεμπλέκω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω.
    ξετυλίγομαι.
    ρ.σ.μ. ξοδεύω άσκοπα, σπαταλώ.

    Большой русско-греческий словарь > размотать

  • 20 раскатать

    ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω, εκτυλίσσω, απλώνω κυλώντας•

    раскатать ковер ξετυλίγω το χαλί.

    2. κυλώ•

    раскатать брвна κυλώ κορμούς δέντρων.

    || ισιώνω, ομαλύνω, κυλινδώ, κυλινδρώ•

    раскатать бель κυλινδρώ τα ρούχα.

    || γλιστραίνω, κάνω γλιστερό.
    4. πλάθω• λεπτύνω•

    раскатать тесто πλάθω το ζυμάρι.

    5. συντρίβω. || μαλώνω• κατακρίνω.
    1. ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι• απλώνομαι.
    2. πλάθομαι• λεπτύνομαι. || κάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο.

    Большой русско-греческий словарь > раскатать

См. также в других словарях:

  • ξετυλίγομαι — ξετυλίγομαι, ξετυλίχτηκα, ξετυλιγμένος βλ. πίν. 22 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνεξελίττομαι — Α ξετυλίγομαι μαζί («βοστρύχων οὔλων πλοκαῑς συνεξελιττόμενος [ὁ χαλκός]», Καλλίστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξελίττομαι «ξετυλίγομαι»] …   Dictionary of Greek

  • εκκυλίομαι — ἐκκυλίομαι (Α) ξετυλίγομαι …   Dictionary of Greek

  • ξαναστρέφω — (Μ [ε]ξαναστρέφω) νεοελλ. στρέφω πάλι μσν. 1. ξαναστέλνω 2. κάνω κάποιον να επιστρέψει 3. διαστρέφω 4. αναβάλλω δίκη, ορίζω νέα δικάσιμο 5. μέσ. ξαναστρέφομαι 1. ξετυλίγομαι, ξεκουλουριάζομαι 2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω …   Dictionary of Greek

  • ξαπλώνω — (Μ ξαπλώνω) εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκος («ξαπλώνω την αρίδα μου» κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι) νεοελλ. 1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τόν ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τόν ξάπλωσε στο… …   Dictionary of Greek

  • ξετυλίγω — και ξετυλίζω και ξετυλίσσω 1. ξεκουθαριάζω νήμα, εκτυλίσσω 2. ξεδιπλώνω κάτι τυλιγμένο ή συσκευασμένο σε πακέτο, αφαιρώ το περιτύλιγμα («ξετύλιξε το κουτί να δούμε τι έχει μέσα») 3. μέσ. ξετυλίγομαι μτφ. (για οδό, τοπίο, θέαμα ή για… …   Dictionary of Greek

  • συνεκκυλίω — Μ μτφ. φθίνω μαζί με κάποιον, παρασύρω κάποιον μαζί μου στην παρακμή («τὸ δὲ πρὸς Ἑλληνισμὸν ἐκκυλίεται, καὶ ἑαυτῷ συνεκκυλίει τὸν φάσκοντα», Σωφρόν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκυλίομαι «ξετυλίγομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ξετυλίγω — ξετύλιξα, ξετυλίχτηκα, ξετυλιγμένος 1. ξεδιπλώνω, ξεκουβαριάζω, ξεμπερδεύω: Ξετυλίγω το χαρτί. – Ξετυλίγω το κουβάρι. – Ξετυλίγω το χαλί. 2. το μέσ., μτφ., ξετυλίγομαι απλώνομαι, εκτείνομαι, συμβαίνω: Τα γεγονότα ξετυλίχτηκαν γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»