Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ξεστουργία

См. также в других словарях:

  • ξεστουργία — ξεστουργία, ἡ (Α) η διαδικασία τής λείανσης, στίλβωση, πελέκημα («ξεστουργία λίθων», Διόδ. Σικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεστός + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. καλαμ ουργία) …   Dictionary of Greek

  • ξεστουργίας — ξεστουργίᾱς , ξεστουργία process of hewing fem acc pl ξεστουργίᾱς , ξεστουργία process of hewing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»