-
1 ξεστουργια
См. также в других словарях:
ξεστουργία — ξεστουργία, ἡ (Α) η διαδικασία τής λείανσης, στίλβωση, πελέκημα («ξεστουργία λίθων», Διόδ. Σικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεστός + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. καλαμ ουργία) … Dictionary of Greek
ξεστουργίας — ξεστουργίᾱς , ξεστουργία process of hewing fem acc pl ξεστουργίᾱς , ξεστουργία process of hewing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)