-
1 ξερό
τό1) см. ξεράδι 2; 2) башка, котелок (разг);δεν κατεβάζει το ξερό του — у него котелок не варит, башка не соображает
-
2 Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολία
Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια– Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολίαИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολία
-
3 ξερός
η, ό1) прям., перен. сухой;ξερό ψωμί (κλίμα) — сухой хлеб (климат);
ξερό χορτάρι — сено;
ξερό δαμάσκηνο — чернослив;
ξερά φύλλα — сухие листья;
ξερό δένδρο — сухое дерево;
ξεροί καρποί — сухие фрукты;
ξερό ύφος — сухой стиль;
ξερή απάντηση — сухой ответ;
ξερός κρότος — сухой треск;
ξερό στοιχείο — или ξερή στήλη — эл. сухой элемент;
είναι ξερό το στόμα μου — у меня сухость во рту, во рту пересохло;
2) голый, лишённый растительности;ξερός τόπος — голое место, местность;
3) перен. бесчувственный, неподвижный; недвижимый;έπεσε ξερός στον ΰπνο — сон свалил его;
αφήνω κάποιον ξερό — убить наповал кого-л. (выстрелом);
4) перен. один, единственный;ξερό κορμί — один-одинёшенек;
τρώγω ξερό ψωμί — питаться одним хлебом;
§ ξερό κεφάλι — а) упрямая голова; — б) тупица;
μένω ξερός — остолбенеть, оцепенеть;
έμεινε ξερός απ' το φόβο του — он оцепенел, замер от страха;
κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά — посл, лес рубят — щепки летят
-
4 κεφάλι
τό1) голова (человека, животного); 2) голова, штука (скота); 3) шляпка (гвоздя и т. п.); 4) голова (сахару); головка (чесноку, сыра и т. п.);§ γερό κεφάλι — умная голова;
αγύριστο ( — или μουλαρήσιο) κεφάλι — упрямец;
ξερό κεφάλι — тупица;
σηκώνω κεφάλι — поднимать голову;
δεν σηκώνω κεφάλι απ' τη μελέτη — уйти с головой в учёбу;
βάζω ( — или κόβω) το κεφάλι μου πώς... — ручаюсь головой, голову даю на, отсечение, что...;
σπάζω το κεφάλι μου — ломать себе голову;
βγάζω απ' το κεφάλι μου — а) выбрасывать что-л, из головы; — б) выдумать, взять что-л, из своей головы;
δεν έχει κεφάλι — он совсем безмозглый (человек);
παίζω το κεφάλι μου — рисковать головой;
είμαι ένα κεφάλι πιό ψηλά από κάποιον — быть на голову выше кого-л.;
πληρώνω με το κεφάλι μου — поплатиться головой (за что-л.);
κατεβάζει ( — или κόβει) το κεφάλι του — у него котелок варит;
δεν κατεβάζω το κεφάλι — не склонять головы;
βάζω στο κεφάλι μου — вбить, забрать себе в голову
-
5 ξηρό-
см. ξερο\ -
6 χορτάρι
το трава;ξερό χορτάρι — сухая трава, сено
-
7 Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια
Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια– Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολίαИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια
См. также в других словарях:
ξερό — το βλ. ξηρός … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
ξερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν έχει υγρασία, στεγνός: Κοντά στα ξερά καίονται και τα χλωρά (παροιμ.). 2. μτφ., για πρόσωπα, ο αδύνατος, ο λιπόσαρκος, ο ισχνός. 3. για τόπο, ο χωρίς νερό ή βλάστηση: Ξερό νησί. – Ξερό βουνό. 4. μτφ., άκαμπτος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάρφος — το (AM κάρφος) [κάρφω] 1. ξερό χόρτο, άχυρο («ὄρνιθας δὲ λέγουσι μεγάλας φορέειν ταῡτα τὰ κάρφεα», Ηρόδ.) 2. ξερό κλαδί νεοελλ. φρ. «είναι κάρφος οφθαλμών» i) είναι αντικείμενο φθόνου ii) (για τέχνη) τερατούργημα (μσν. αρχ.) παροιμ. «οὐδὲ κάρφος… … Dictionary of Greek
κοθροκόμματο — το ξερό κομμάτι ψωμιού ή στεγνού φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοθρί + κόμματο (< κομμάτι), πρβλ. λεμονο κόμματο, ξερο κόμματο] … Dictionary of Greek
τσάκνο — το, Ν 1. ξερό χορτάρι ή ξερό κλαδί, ξερόκλαδο 2. κομματάκι ξύλου, ξυλαράκι 3. (μτφ. διαλ.) αδύνατο, ισχνό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακ ίζω, μέσω ενός τ. *τσάκ ανο (< θ. τσακ + επίθημα ανο, πρβλ. έδρ ανο) με συγκοπή τού α . Κατ άλλη άποψη, η λ.… … Dictionary of Greek
Phylloxera — Scientific classification Kingdom: Animalia Phylum … Wikipedia
Pro-drop language — Linguistic typology Morphological Isolating Synthetic Polysynthetic Fusional Agglutinative Morphosyntactic Alig … Wikipedia
Alonissos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) DEC … Deutsch Wikipedia
Alonnisos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) … Deutsch Wikipedia
Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer … Deutsch Wikipedia