-
1 3βΜΐ4ΒβΤΒабзтаб[ζαμυβάτ'] ρ. ξεπλένω
[ζάμυσιελ] ουσ. α. σχέδιοРусско-греческий новый словарь > 3βΜΐ4ΒβΤΒабзтаб[ζαμυβάτ'] ρ. ξεπλένω
-
2 3βΜΐ4ΒβΤΒабзтаб[ζαμυβάτ'] ρ ξεπλένω
[ζάμυσιελ] ουσ α σχέδιοРусско-эллинский словарь > 3βΜΐ4ΒβΤΒабзтаб[ζαμυβάτ'] ρ ξεπλένω
-
3 отмывать
ξεπλένω, αποπλύνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отмывать
-
4 выполаскивать
ρ.δ. ξεβγάζω, ξεπλένω, αποπλένω•выполаскивать белье ξεπλένω τα ρούχα.
|| ξεπλένω, κάνω γαργάρα•выполаскивать рот ξεπλένω το στόμα•
выполаскивать горло κάνω γαργάρα.
ξεπλένομαι. -
5 полоскать
полоскать ξεπλένω· \полоскать бельё ξεβγάζω 2): \полоскать горло κάνω γαργάρα* * *1) ξεπλένωполоска́ть бельё — ξεβγάζω
2)полоска́ть го́рло — κάνω γαργάρα
-
6 полоскать
полоскатьнесов ξεπλένω, ἐκπλύνω / γαργαρίζω (горло):\полоскать белье ξεπλένω τά ροῦχα· \полоскать рот πλένω τό στόμα· \полоскать себе́ горло κάνω γαργάρα. -
7 всполоснуть
-ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всполоснутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.ξεπλένω•всполоснуть стакан ξεπλένω το ποτήρι.
-
8 вымыть
-мою, -моешь ρ.σ.μ.1. πλένω, πλύνω• νίβω, νίπτω•вымыть посуду πλένω τα πιάτα•
-бельё πλένω τα ασπρόρουχα.
2. ξεπλένω•вымыть почву ξεπλένω το έδαφος.
|| κάνω νεροφάγωμα ή λάκκο.πλένομαι, πλύνομαι. -
9 заполоскать
-лощу, -лощешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заполосканный, βρ: -кан, -а, -о ρ.σ.μ.(απλ.) ξεπλένω. || αρχίζω να ξεπλένω.αρχίζω να ξεπλένομαι. -
10 гидросистема
το υδραυλικ/ό σύστημα ή δίκτυοпрокачать - у (для удаления воздуха) εξαερώνω/αφαιρώ αέρα από το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидросистема
-
11 проволока
το σύρμαбандажная (для клетневания) - περιτύλιξης/περιτυλίγματοςколючая - το αγκαθωτό/ακι-δωτό συρματόπλεγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проволока
-
12 промывать
πλύνω, ξεπλύνω, πλένω, ξεπλένω-ка η πλύση, το πλύσιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промывать
-
13 споласкивание
το ξέβγαλμα, το ξέπλυμα-ть ξεβγάζω, ξεπλένωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > споласкивание
-
14 ополаскивать
ополаскиватьнесов ξεπλένω, ξεπλύνω. -
15 споласкивать
споласкиватьнесов ξεπλένω, ξεπλύνω. -
16 отмывать
[ατμυβάτ'] ρ. ξεπλένω -
17 прополаскивать
[πραπαλάσκιβατ'] ρ. ξεπλένω -
18 споласкивать
[σπαλάσκιβατ"] ρ. ξεπλένω -
19 отмывать
[ατμυβάτ'] ρ ξεπλένω -
20 прополаскивать
[πραπαλάσκιβατ'] ρ ξεπλένω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξεπλένω — ξεπλένω, ξέπλυνα βλ. πίν. 195 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεπλένω — και ξεπλύνω ξέπλυνα, ξεπλύθηκα, ξεπλυμένος 1. καθαρίζω με νερό κάτι: Ξέπλυνε το ποτήρι. 2. μτφ., καθαρίζω κάποιον από ηθική άποψη, αποκαθιστώ: Δε θαμε λιώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα. (Βαλαωρίτης). 3. το μέσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεπλένω — και ξεπλύνω 1. ξεβγάζω με νερό τα σαπουνισμένα ρούχα 2. πλένω κάτι πρόχειρα («ξέπλυνα τα ποτήρια») 3. καθυβρίζω 4. αποκαθιστώ ηθικά («δε θα μέ λειώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα», Βαλαωρ.) 5. μέσ. ξεπλένομαι και… … Dictionary of Greek
αποπλένω — κ. πλύνω (AM ἀποπλύνω) ξεπλένω για να καθαρίσω κάποιον ή κάτι νεοελλ. τελειώνω το πλύσιμο μσν. νεοελλ. ξεπλένω μσν. σβήνω ξεπλένοντας αρχ. μσν. καθαίρω, εξαγνίζω … Dictionary of Greek
εκνίζω — ἐκνίζω (Α) 1. ξεπλένω, καθαρίζω («φόνῳ φόνον μυσαρόν ἐκνίψω», Ευρ. Ιφ. Ταύρ.) 2. μέσ. ξεπλένω από πάνω μου 3. καθαρίζω, εξαγνίζω 4. κάνω κάτι διαυγές … Dictionary of Greek
εξαπονίζω — ἐξαπονίζω (Α) ξεπλένω καλά («λέβηθ ἕλε..., τῷ πόδας ἐξαπένιζεν» έπιασε μια λεκάνη στην οποία έπλενε τα πόδια, Ομ. Οδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο νίζω «ξεπλένω» (< από + νίζω «πλένω»)] … Dictionary of Greek
επιδιακλύζω — ἐπιδιακλύζω (Α) ξεπλένω στη συνέχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια κλύζω «ξεπλένω, βρέχω»] … Dictionary of Greek
προεκκλύζω — Α ξεπλένω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω με πλύσιμο»] … Dictionary of Greek
προσαποπλύνω — Α ξεπλένω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποπλύνω «ξεπλένω για να καθαρίσω»] … Dictionary of Greek
συναποκλύζω — Α αποπλύνω, ξεπλένω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκλύζω «ξεπλένω καλά, αποτρέπω με καθαρμούς»] … Dictionary of Greek
συνεκκλύζω — Α ξεπλένω, καθαρίζω συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ ἑαυτοῡ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek