Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ξεν-ᾱγέτης

См. также в других словарях:

  • λαγέτης — λαγέτης, δωρ. τ. λαγέτας «ὁ (Α) ηγεμόνας, αρχηγός τού λαού («τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFᾱγέτᾱς, τ. που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή rawaketa. Ο τ. λαFαγέτης < λατός + αγέτης (< ἡγοῡμαι ή από ἄγω)… …   Dictionary of Greek

  • μοιραγέτης — και ιων. τ. μοιρηγέτης, εω, και δωρ. τ. μοιραγέτας, α, ὁ (Α) 1. (ως προσωνυμία κυρίως τού Διός ως αρχηγού τών Μοιρών) αυτός που οδηγεί το πεπρωμένο, την ειμαρμένη, τη μοίρα («ἔστι βωμός, ἐπίγραμμα δὲ ἐπ αύτῷ Μοιραγέτα», Παυσ.) 2. (για τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»