Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ξεν-ηλᾰσία

См. также в других словарях:

  • θερμηλασία — Η εν θερμώ κατεργασία μετάλλου ή κράματος με σκοπό αυτό να λάβει καθορισμένες διαστάσεις και χαρακτηριστικές ιδιότητες. Το πόσο χαμηλή ή υψηλή πρέπει να είναι η θερμοκρασία εξαρτάται από το είδος που υφίσταται την κατεργασία. Τα πιο συνηθισμένα… …   Dictionary of Greek

  • κρανιηλασία — η παλαιό στρατιωτικό ιππευτικό αγώνισμα κατά το οποίο ο ιππέας που έτρεχε χτυπούσε με το ξίφος ή με το σπαθί του το κεφάλι ανθρώπινου ομοιώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + ηλασία (< ήλατος < ελατός < ελαύνω), πρβλ. ζευγ ηλασία, ξεν ηλασία] …   Dictionary of Greek

  • κυνηλασία — κυνηλασία, επικ. τ. κυνηλασίη, ἡ (Α) το κυνήγι με σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ηλασία, ξεν ηλασία. Το η τού τ. ερμηνεύεται με τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • μυστηλασία — μυστηλασία, ἡ (Α) η καθοδήγηση τών μυστών ή η εκδίωξη τών μεμυημένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ηλασία (< ήλατος < ἐλαύνω), πρβλ. ξεν ηλασία. Το η τού θ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»