-
1 ξενίζω
A- ίσω Gp.12.13.12
: [dialect] Ep.[tense] aor.ἐξείνισσα, ξείνισσα, -ισα (v. infr.): ([etym.] ξένος):— receive or entertain as a guest,ξείνους Od.3.355
;τὸν μὲν ἐγὼ.. ἐῢ ἐξείνισσα 19.194
;ἐννῆμαρ ξείνισσε Il.6.174
; ξείνισ' ἐνὶ μεγάροισιν ib. 217 ;ξ. τινὰ ἐν δόμοις E.Alc. 1013
, etc.;ξ. [τινὰ] σίτοισι S.Fr. 666
; ξ. τινὰ πολλοῖς ἀγαθοῖς to present with hospitable gifts, X.Cyr.5.3.2 ; ὑμᾶς ἐν πόλει ξενίσωμεν ὧν.. εἴχομεν with or on what we had, Ar.Lys. 1184 : metaph., ὃν.. Ἄρης οὐκ ἐξένισεν, i.e. who fell not in battle, S.El.96 (anap.): —[voice] Pass., to be entertained as a guest, Ar.Ach.73 ;ξενισθεὶς μὴ ἀντιξενίσαι Phld.Vit.p.30
J.;ὑπό τινος Hdt.1.30
, X.HG3.1.24, etc.;παρά τινι D.S.14.30
, Act.Ap.10.6, 21.16 ;πρός τινα Philem.109
: metaph.,λαχάνοισιν, ὥσπερ χῆνες, ἐξενισμένοι Theopomp.Com.13
.II surprise, astonish by some strange sight,ξενίζουσαν καὶ καταπληκτικὴν πρόσοψιν Plb.3.114.4
; ξ. τὴν ἀκοήν, of strange words, Hld.6.14 ;ξ. καὶ ταράττειν Gp.2.48.2
; ξ. [τὴν τῶν πολλῶν συνήθειαν] do violence to the ordinary use of language, Simp.in Cael.679.28 :—[voice] Pass., to be astonished, S.Ichn.137 ; τινι Plb.1.23.5, 3.68.9, 1 Ep.Pet.4.12 ;διὰ τὸ παράδοξον Plb.1.49.7
;ἐπί τινι Id.2.27.4
, D.S.31.2 ;κατά τι Plb.1.33.1
;μὴ συντρεχόντων ὑμῶν 1 Ep.Pet.4.4
;εἰ.. M.Ant.8.15
, cf. Vett.Val.302.17 ;πῶς.. PStrassb. 35.6
(v A. D.) ; to be puzzled, unable to comprehend, Ael.Tact.1.6 ; of fresh leeches, to be unaccustomed to the skin, Antyll. ap. Orib.7.21.1.2 make strange, of plants and animals, i.e. stunt their growth and distort them, Gp.9.5.3 ([voice] Pass.); τῷ πλήθει ξενιζομένη ἡ φύσις being altered in character, Alex.Aphr.Pr.1.80, cf.Hippiatr.15.III intr., to be a stranger, speak with a foreign accent, D.57.18 ;τὸ ξενίζον τῆς λέξεως D.S.12.53
, cf. Luc.Hist.Conscr.45.2 to be strange or unusual, of diseases, Gal.17(1).162 ;ξ. τῷ σχήματι Luc.Anach.16
;τῷ τρίβωνι Id.Merc.Cond.24
;θάνατος.. τῇ τόλμῃ ξενίζων Id.Hist. Conscr.25
. -
2 ίξεν
-
3 ἷξεν
См. также в других словарях:
ἷξεν — ἷ̱ξεν , ἵκω come aor ind act 3rd sg ἷ̱ξεν , ἵζω si sd o aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
κλήζω — (I) κλῄζω (AM, Μ και Α ιων. τ. κληΐζω, Μ και Α δωρ. τ. κλεΐζω) καλώ, ονομάζω (α. «σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει», Σοφ. β. «οἱ δὲ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω κάποιον διάσημο, φημίζω, δοξάζω, εγκωμιάζω με ύμνους («κλῆσον … Dictionary of Greek
προσανατολίζω — Ν 1. στρέφω κάτι προς την ανατολή 2. στρέφω, κατευθύνω κάτι προς ένα ορισμένο σημείο τού ορίζοντα 3. συντελώ ώστε να λάβει κανείς τη σωστή κατεύθυνση 4. μτφ. κατατοπίζω κάποιον σχετικά με ένα ζήτημα, καθιστώ κάποιον ενήμερο 5. μέσ.… … Dictionary of Greek