-
1 ξεν(ν)οι-
см. ξε(γ)νοι\ -
2 ξεν(ν)οι-
см. ξε(γ)νοι\ -
3 ξέν'
ξέναι, ξένηforeign woman: fem nom /voc plξένᾱͅ, ξένηforeign woman: fem dat sg (doric aeolic)ξένε, ξένος 1guest-friend: masc voc sgξένα, ξένος 2guest-friend: neut nom /voc /acc plξένα, ξένος 2guest-friend: neut nom /voc /acc plξένε, ξένος 2guest-friend: masc voc sgξένε, ξένος 2guest-friend: masc /fem voc sgξέναι, ξένος 2guest-friend: fem nom /voc plξένᾱͅ, ξένος 2guest-friend: fem dat sg (doric aeolic) -
4 ξεν-απατία
ξεν-απατία, ἡ, Betrug des Gastfreundes od. Fremden, Plat. Ep. VII, 350 c.
-
5 ξεν-απάτης
ξεν-απάτης, ὁ, ion. u. poet. ξειναπάτης, der Gastfreunde oder Fremde betrügt; ξεναπάτας βασιλεὺς Ἐπειῶν, Pind. Ol. 11, 35; ξειναπάτας, Eur. Med. 1392. – In B. A. 109 steht ξεναπατᾶς, ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῠτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν, ein Wind, der die Fremden täuscht.
-
6 ξεν-αρκής
-
7 ξεν-αγωγός
ξεν-αγωγός, = ξεναγός, Sp., auch früher als v. l., vgl. Lob. Phryn. 430.
-
8 ξεν-αγωγέω
ξεν-αγωγέω, = ξεναγέω, u. übh. = gastlich aufnehmen, Dionys. Areop.
-
9 ξεν-αγίζω
-
10 ξεν-αλίζω
ξεν-αλίζω, erklärt Suid. συναϑροίζω, vielleicht = ein Söldnerheer anwerben; Andere ändern ξεναγίζω u. ξυναλίζω.
-
11 ξεν-ηλασία
ξεν-ηλασία, ἡ, Vertreibung der Fremden; ξενηλασίας ποιεῖν τινος, Thuc. 1, 144; οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαϑήματος ἢ ϑέαματος, 2, 39; ξενηλασίας ποιούμενοι τῶν λακωνιζόντων, Plat. Prot. 342 c; vgl. Legg. XII, 950 b; Folgde; auch ξενηλασίαν τεχνῶν ἐποιεῖτο, Plut. Lycurg. 9. S. Müller Dor. 3, 1, 2.
-
12 ξεν-ηλατέω
ξεν-ηλατέω, Fremde vertreiben; ὥςπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται, Ar. Av. 1012; Sp., ἐκ πάσης ἐξενηλατοὖντο τῆς Ἑλλάδος, Pol. 9, 29, 4; übtr., Plut. Symp. 8, 7, 2.
-
13 ξεν-άγησις
ξεν-άγησις, ἡ, = Folgdm. – Bei App. B. C. 5, 74 ist ξενάγησις υἱῶν das Anwerben oder Wegnehmen der Söhne zu Soldaten.
-
14 ξεν-ᾱγός
ξεν-ᾱγός (eigtl. dor. für ξενηγός, hat sich aber wie λοχαγός u. ä. in der attischen Kriegssprache erhalten), Anführer eines Heeres oder Abtheilung von Miethstruppen; Thuc. 2, 75; Xen. Hell. 4, 2, 19. 5, 2, 7; Posidipp. bei Ath. IX, 376 e (v. 7). – Auch = Führer der Fremden, wie Tim. lex. Plat. erkl. οἱ τοῖς ξένοις ἡγούμενοι ὁδόν; vgl. Plut. de S. N. V. g. E. p. 273.
-
15 ξεν-ᾱγέτης
ξεν-ᾱγέτης, ὁ, der die Fremden oder Gäste herumführt, der Wirth, Pind. N. 7, 43.
-
16 ξεν-ᾱγέω
ξεν-ᾱγέω, Gäste oder Fremde herumführen und ihnen die Merkwürdigkeiten des Ortes zeigen; ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας, Plat. Phaedr. 230 c; ὥςτε ἄριστα ἐξενάγηται, ibd.; Sp., ξενάγησόν με νέηλυν ὄντα, Luc. D. Mort. 18, 1; vgl. bes. Cont. 1; Alciphr. 1, 26. – Nach den VLL. auch = ξενοδοχεῖν. – Bei Xen. auch = Anführer der Miethstruppen sein, οὗ Ἡριππίδας ἐξενάγει ξενικοῠ, Hell. 4, 2, 17; Agesil. 2, 10.
-
17 ξεν-ᾱγία
ξεν-ᾱγία, ἡ, 1) das Herumführen der Fremden, Hel. 7, 13. – 2) das Amt eines ξεναγός, Befehl über ein Heer von Miethstruppen, Sp. – Nach B. A. 284 auch σύνταγμα παρὰ Κρησί, eine bestimmte Heeresabtheilung.
-
18 ἀ-ξεν-αγώγητος
ἀ-ξεν-αγώγητος, der als Fremder von keinem geführt, unterrichtet ist, Eustath.
-
19 ξεναγωγέω
A = ξεναγέω, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξεναγωγέω
-
20 ξεναγωγός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξεναγωγός
См. также в других словарях:
ξέν' — ξέναι , ξένη foreign woman fem nom/voc pl ξένᾱͅ , ξένη foreign woman fem dat sg (doric aeolic) ξένε , ξένος 1 guest friend masc voc sg ξένα , ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc pl ξένα , ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc pl ξένε , ξένος 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek
έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek
προσίημι — ΜΑ [ἵημι] αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινό αρχ. 1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.) 2. εφαρμόζω 3. (συν. το μέσ.) προσίεμαι α) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ… … Dictionary of Greek
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… … Dictionary of Greek