-
1 ξενοφονος
См. также в других словарях:
ξενοφόνος — ξενοφόνος, ιων. τ. ξεινοφόνος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει τους ξένους 2. φρ. «ξενοφόνοι τιμαί» τιμές που αποδίδονταν σε όσους φόνευαν ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ξεῖνος + φόνος (< φόνος < θείνω*), πρβλ. θηρο φόνος] … Dictionary of Greek
ξενοφόνον — ξενοφόνος murdering strangers masc/fem acc sg ξενοφόνος murdering strangers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοφόνους — ξενοφόνος murdering strangers masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοφόνων — ξενοφόνος murdering strangers masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
ξεινοφόνος — ξεινοφόνος, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. ξενοφόνος … Dictionary of Greek
ξενοφονία — ξενοφονία, ἡ (Α) [ξενοφόνος] φόνος τών ξένων … Dictionary of Greek
ξενοφονώ — ξενοφονῶ, έω (Α) [ξενοφόνος] φονεύω ξένους … Dictionary of Greek