Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ξενοδόχος

См. также в других словарях:

  • ξενοδόχος — ο, η (ΑΜ ξενοδόχος) (νεοελλ. μσν.) ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου αρχ. αυτός που περιποιείται τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. νεκρο δόχος] …   Dictionary of Greek

  • ξενοδόχος — ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου: Κάνει το λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α (κωμική λ.) (στον Αριστοφ.) ξενοδόχος η οποία πωλούσε σκόρδα και ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + πανδοκεύτρια «ξενοδόχος» + ἀρτόπωλις] …   Dictionary of Greek

  • ανθρακοδόχος — α, ο και ος, ο αυτός μέσα στον οποίο τοποθετούνται ή από τον οποίο διοχετεύονται άνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + δοχος < δέχομαι (πρβλ. αμμοδόχος, ανεμοδόχος, ξενοδόχος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μυοδόχος — και ιων. τ. μυοδόκος, ον (Α) 1. αυτός που δέχεται, που κρύβει ποντίκια 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοδόχος η τρύπα τής φωλιάς τού ποντικού, η ποντικότρυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + δόχος / δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος] …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • ξεναγός — ο, η (ΑΜ ξεναγός, Α και ξενιαγός) πρόσωπο που αναλαμβάνει να οδηγήσει ξένους στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου νεοελλ. ξεναγέτης αρχ. 1. αρχηγός στρατού ξένων μισθοφόρων («ἐπεὶ δὲ συνετάχθησαν ὡς ἑκάστους οἱ ξεναγοὶ ἔταξαν», Ξεν.) 2. (στους… …   Dictionary of Greek

  • ξενοδοχία — ξενοδοχία, ἡ (Α) [ξενοδόχος] περιποίηση ξένου, φιλοξενία …   Dictionary of Greek

  • ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… …   Dictionary of Greek

  • ξενοδοχικός — ξενοδοχικός, ή, όν (Α) [ξενοδόχος] κατάλληλος ή έτοιμος για υποδοχή ξένων …   Dictionary of Greek

  • ξενοδοχοϋπάλληλος — ο, η υπάλληλος ξενοδοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξενοδόχος + υπάλληλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»