-
1 ξενοδαίκτας
1 murdering strangers ]λαῶν ξενοδα[ί]κτα βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά (king Laomedon of Troy) fr. 140a. 56.
См. также в других словарях:
ξενοδαΐκτης — ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α) αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχο δαΐκτης] … Dictionary of Greek