-
1 ξενιτεία
ξενιτεία, ἡ, das Leben eines Fremden od. in der Fremde, bes. das Leben u. der Dienst eines Kriegers in der Fremde, Luc. Patr. Enc. 8 u. Sp.
-
2 ξενιτεια
-
3 ξενιτεία
ξενιτεία, ἡ, das Leben eines Fremden od. in der Fremde, bes. das Leben u. der Dienst eines Kriegers in der Fremde -
4 ξενιτεία
ξενῑτείᾱ, ξενιτείαliving abroad: fem nom /voc /acc dualξενῑτείᾱ, ξενιτείαliving abroad: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ξενῑτείᾱͅ, ξενιτείαliving abroad: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 ξενιτείᾳ
Βλ. λ. ξενιτεία -
6 ξενιτειά
η1) жизнь на чужбине; 2) чужбина -
7 ξενιτεία
-
8 ξενιτεία
ξενῑτ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξενιτεία
-
9 ξενιτείας
ξενῑτείᾱς, ξενιτείαliving abroad: fem acc plξενῑτείᾱς, ξενιτείαliving abroad: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ξενητειά
η см. ξενιτειά -
11 ξενιτειών
-
12 ξενιτειῶν
-
13 ξενιτείαις
ξενῑτείαις, ξενιτείαliving abroad: fem dat pl -
14 ξενιτείαν
ξενῑτείᾱν, ξενιτείαliving abroad: fem acc sg (attic doric aeolic) -
15 ξενιτείη
ξενῑτείη, ξενιτείαliving abroad: fem nom /voc sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
ξενιτειά — Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550… … Dictionary of Greek
ξενιτεία — ξενῑτείᾱ , ξενιτεία living abroad fem nom/voc/acc dual ξενῑτείᾱ , ξενιτεία living abroad fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενιτείᾳ — ξενῑτείᾱͅ , ξενιτεία living abroad fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενιτιά — και ξενιτειά, η (ΑΜ ξενιτεία, Α και ξεινιτεία) [ξενιτεύομαι] η διαμονή σε ξένη χώρα, μακριά από την πατρίδα, η αποδημία («ανάθεμά σε, ξενιτιά, μ όσα καλά κι αν έχεις», δημ. δίστιχο) νεοελλ. η ξένη χώρα, η αλλοδαπή, τα ξένα («την ξενιτιά, την… … Dictionary of Greek
ξενιτείας — ξενῑτείᾱς , ξενιτεία living abroad fem acc pl ξενῑτείᾱς , ξενιτεία living abroad fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Elefthería Arvanitáki — Saltar a navegación, búsqueda Elefthería Arvanitáki Información personal Nombre real Ελευθερία Αρβανιτάκη Nacimiento 16 de octubre de 1958 … Wikipedia Español
κερδαίνω — και κερδένω (ΑΜ κερδαίνω, Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, κερδίζω, ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη», Ερωτόκρ. β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί. γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα» … Dictionary of Greek
ԱՍՊՆՋԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0316 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c, 13c գ. ξενιτεία որպէս ξενοδοχία hospitum receptio, peregrinatio Հիւրըիկալութիւն. ընդոնելութիւն, իմա՛ ընդունելն, եւ ընկալեալ լինելն. իջեւանս տալն, եւ իջեւանիլն. օտարընկալութիւն, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ξενιτειῶν — ξενῑτειῶν , ξενιτεία living abroad fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενιτείαις — ξενῑτείαις , ξενιτεία living abroad fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενιτείαν — ξενῑτείᾱν , ξενιτεία living abroad fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)