Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ξενιτεία

См. также в других словарях:

  • ξενιτειά — Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550… …   Dictionary of Greek

  • ξενιτεία — ξενῑτείᾱ , ξενιτεία living abroad fem nom/voc/acc dual ξενῑτείᾱ , ξενιτεία living abroad fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενιτείᾳ — ξενῑτείᾱͅ , ξενιτεία living abroad fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενιτιά — και ξενιτειά, η (ΑΜ ξενιτεία, Α και ξεινιτεία) [ξενιτεύομαι] η διαμονή σε ξένη χώρα, μακριά από την πατρίδα, η αποδημία («ανάθεμά σε, ξενιτιά, μ όσα καλά κι αν έχεις», δημ. δίστιχο) νεοελλ. η ξένη χώρα, η αλλοδαπή, τα ξένα («την ξενιτιά, την… …   Dictionary of Greek

  • ξενιτείας — ξενῑτείᾱς , ξενιτεία living abroad fem acc pl ξενῑτείᾱς , ξενιτεία living abroad fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Elefthería Arvanitáki — Saltar a navegación, búsqueda Elefthería Arvanitáki Información personal Nombre real Ελευθερία Αρβανιτάκη Nacimiento 16 de octubre de 1958 …   Wikipedia Español

  • κερδαίνω — και κερδένω (ΑΜ κερδαίνω, Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, κερδίζω, ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη», Ερωτόκρ. β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί. γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα» …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՊՆՋԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0316 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c, 13c գ. ξενιτεία որպէս ξενοδοχία hospitum receptio, peregrinatio Հիւրըիկալութիւն. ընդոնելութիւն, իմա՛ ընդունելն, եւ ընկալեալ լինելն. իջեւանս տալն, եւ իջեւանիլն. օտարընկալութիւն, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ξενιτειῶν — ξενῑτειῶν , ξενιτεία living abroad fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενιτείαις — ξενῑτείαις , ξενιτεία living abroad fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενιτείαν — ξενῑτείᾱν , ξενιτεία living abroad fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»