-
1 ξεναρκης
См. также в других словарях:
ξεναρκής — ξεναρκής, ές (Α) αυτός που βοηθά τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζω αρκής, ποδ αρκής] … Dictionary of Greek
ξεναρκεῖ — ξεναρκής aiding strangers masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ξεναρκής aiding strangers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεναρκοῦς — ξεναρκής aiding strangers masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… … Dictionary of Greek
ξεναρκέι — ξεναρκέϊ , ξεναρκής aiding strangers dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)