Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ξεναρκής

См. также в других словарях:

  • ξεναρκής — ξεναρκής, ές (Α) αυτός που βοηθά τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζω αρκής, ποδ αρκής] …   Dictionary of Greek

  • ξεναρκεῖ — ξεναρκής aiding strangers masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ξεναρκής aiding strangers masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεναρκοῦς — ξεναρκής aiding strangers masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… …   Dictionary of Greek

  • ξεναρκέι — ξεναρκέϊ , ξεναρκής aiding strangers dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»