Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ξεναγῶ

См. также в других словарях:

  • ξεναγώ — ξεναγώ, ξενάγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεναγώ — (ΑΜ ξεναγῶ, έω) [ξεναγός] οδηγώ ξένους δείχνοντάς τους τα αξιοθέατα τού τόπου («ξεναγήσεις γὰρ εὖ οἶδ ὅτι με ξυμπερινοστῶν καὶ δείξεις ἕκαστα ὡς ἄν εἰδὼς ἅπαντα», Λουκιαν.) μσν. αρχ. περιποιούμαι ξένους, φιλοξενώ αρχ. 1. στρατολογώ μισθωτούς… …   Dictionary of Greek

  • ξεναγώ — ξενάγησα, ξεναγήθηκα, οδηγώ, ενημερώνω ξένους ως ξεναγός: Στην Ακρόπολη των Αθηνών μάς ξενάγησε αρχαιολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεναγῶ — ξενᾱγῶ , ξεναγέω to be a leader of mercenaries pres subj act 1st sg (attic epic doric) ξενᾱγῶ , ξεναγέω to be a leader of mercenaries pres ind act 1st sg (attic epic doric) ξενᾱγῶ , ξεναγός commander of mercenary troops masc gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεναγωγώ — ξεναγωγῶ, έω (Α) [ξεναγω γός] οδηγώ ξένο, ξεναγώ …   Dictionary of Greek

  • ξενάγηση — η (Α ξενάγησις) [ξεναγώ] νεοελλ. η περιήγηση και η κατατόπιση ξένων επισκεπτών στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου αρχ. η στρατολόγηση ξένων μισθοφόρων …   Dictionary of Greek

  • ξεναγησμός — ξεναγησμός, ὁ (Μ) η ξεναγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεναγῶ, κατά τα αρσ. σε σμός (πρβλ. νουθετη σμός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»