Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ξεμπλέκω

  • 1 ξεμπλέκω

    1. μετ.
    1) см. ξεμπερδεύω 1, 2, 3;

    ξεμπλέκω τίς κλωστές — распутывать нитки;

    ξεμπλέκω τό άλογο — распутать лошадь;

    2) расплетать; распускать (косу, вязанье и т. п.); причёсывать (волосы);
    3) перен. расхлёбывать; εσύ τάμπλεξες έλα:

    τώρα να τα ξεμπλέξεις ( — сам) заварил кашу, сам её и расхлёбывай;

    2. αμετ. выпутываться, отделываться, избавляться, выкарабкиваться;

    είδε κι' Βπαθε να ξεμπλέξει απ' αυτήν την υπόθεση — он с большим трудом выпутался из этого положения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξεμπλέκω

См. также в других словарях:

  • ξεμπλέκω — ξεμπλέκω, ξέμπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμπλέκω — 1. απαλλάσσω κάτι από μπλέξιμο ή μπέρδεμα, λύνω κάτι μπλεγμένο (α. «μού πήρε ώρα να ξεμπλέξω τα καλώδια» β. «έχει τόσο μακριά μαλλιά που δεν μπορεί να τά ξεμπλέξει») 2. απαλλάσσομαι από μπλέξιμο ή από δυσάρεστη υπόθεση, ξεμπερδεύω 3. εξομαλύνω… …   Dictionary of Greek

  • ξεμπλέκω — ξέμπλεξα, ξεμπλέχτηκα, ξεμπλεγμένος 1. μτβ., γλιτώνω κάποιον από εμπλοκή ή μπέρδεμα: Ξέμπλεξέ μου το κουβάρι. 2. αμτβ., γλιτώνω, απαλλάσσομαι από εμπλοκή ή δυσάρεστη κατάσταση: Χρόνια έκανε να ξεμπλέξει απ τα δικαστήρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέμπλεγμα — το [ξεμπλέκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμπλέκω …   Dictionary of Greek

  • απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… …   Dictionary of Greek

  • αποπλέκω — (AM ἀποπλέκομαι) νεοελλ. 1. τελειώνω το πλέξιμο 2. ( ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι μσν. ( ομαι) ξεμπλέκω, απαλλάσσομαι από κάτι αρχ. αφήνω τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξέμπλεκος — η, ο αυτός που δεν είναι μπλεγμένος, λυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεμπλέκω] …   Dictionary of Greek

  • ξεδιαλύνω — (Μ ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω) καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. ξεκαθαρίζω, διαλέγω («ξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα») 2. (για όνειρο) γίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ξεμπερδεύω — 1. λύνω ή ξεμπλέκω μπλεγμένα πράγματα («ξεμπέρδεψα την κλωστή») 2. διευθετώ εκκρεμότητες, διαφορές, λογαριασμούς 3. απαλλάσσομαι από ενόχληση ή φροντίδα, τελειώνω κάτι, ξενοιάζω («ξεμπέρδεψα επιτέλους με αυτήν την υπόθεση») 4. διασαφηνίζω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»