Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ξεμπερδεύω

  • 1 ξεμπερδεύω

    1. μετ.
    1) распутывать (тж. перен.), разматывать; 2) улаживать, урегулировать, нормализовать, приводить в порядок; 2. αμετ. 1) выпутываться; 2) избавляться, отделываться (от чего-л.); распутываться, разделываться (с чём-л.);

    ξεμπερδεύω με τίς παραγγελίες — разделываться с поручениями;

    δεν μπορώ να ξεμπερδέψω απ' αυτη την δουλειά — я не могу разделаться с этой работой;

    3) убивать, уничтожать;
    § ξεμπέρδευε να φύγουμε заканчивай, пора уходить; ξεμπέρδεψε, θα πάω να τον καταγγείλω кончено, пойду и пожалуюсь на него

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξεμπερδεύω

  • 2 ξεμπερδεύω

    [ксэмбэрдэво] ρ (μτβ) распутывать, разбирать.

    Эллино-русский словарь > ξεμπερδεύω

  • 3 ξεμπερδεύω

    unscramble

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ξεμπερδεύω

  • 4 ξεμπλέκω

    1. μετ.
    1) см. ξεμπερδεύω 1, 2, 3;

    ξεμπλέκω τίς κλωστές — распутывать нитки;

    ξεμπλέκω τό άλογο — распутать лошадь;

    2) расплетать; распускать (косу, вязанье и т. п.); причёсывать (волосы);
    3) перен. расхлёбывать; εσύ τάμπλεξες έλα:

    τώρα να τα ξεμπλέξεις ( — сам) заварил кашу, сам её и расхлёбывай;

    2. αμετ. выпутываться, отделываться, избавляться, выкарабкиваться;

    είδε κι' Βπαθε να ξεμπλέξει απ' αυτήν την υπόθεση — он с большим трудом выпутался из этого положения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξεμπλέκω

См. также в других словарях:

  • ξεμπερδεύω — ξεμπερδεύω, ξεμπέρδεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμπερδεύω — 1. λύνω ή ξεμπλέκω μπλεγμένα πράγματα («ξεμπέρδεψα την κλωστή») 2. διευθετώ εκκρεμότητες, διαφορές, λογαριασμούς 3. απαλλάσσομαι από ενόχληση ή φροντίδα, τελειώνω κάτι, ξενοιάζω («ξεμπέρδεψα επιτέλους με αυτήν την υπόθεση») 4. διασαφηνίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ξεμπερδεύω — ξεμπέρδεψα, ξεμπερδεύτηκα, ξεμπερδεμένος 1. μτβ., αποσυμπλέκω κάτι μπερδεμένο. 2. εξομαλύνω κάτι, ξεκαθαρίζω: Χρειάζεται λογιστής για να μας ξεμπερδέψει τους λογαριασμούς. 3. δίνω τέρμα σε ενόχληση, σε φροντίδα: Δεν μπορώ να την ξεμπερδέψω την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμπερδένω — απαλλάσσομαι, ελευθερώνομαι, ξεμπερδεύω («κι αν ξεμπερδέσω ς μια μερά, σ άλλη μεταμπερδένω», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπλασμ. τ. τού ξεμπερδεύω] …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξοφλώ — (ε)ξόφλησα, (ε)ξοφλήθηκα, (ε)ξοφλημένος 1. μτβ., πληρώνω ποσό που χρωστώ, πληρώνω το χρέος μου. 2. πληρώνω ό,τι οφείλω σε κάποιον και ξεμπερδεύω μαζί του: Εξόφλησα τον μπακάλη. 3. μτφ., εκπληρώνω υποχρέωση που ανέλαβα ή υπόσχεση που έδωσα: Δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξανύω — ἐξανύω και αττ. τ. ἐξανύτω (Α) 1. φέρω σε πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω («θεῶν θέσμι ἐξήνυσε», Σοφ.) 2. αποτελειώνω, φονεύω, ξεμπερδεύω («ἧ θὴν σ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας», Ομ. Ιλ.) 3. κυριεύω, κατακτώ 4. (για τοπ. ή χρον. διάστημα) διανύω… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεδιαλύνω — (Μ ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω) καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. ξεκαθαρίζω, διαλέγω («ξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα») 2. (για όνειρο) γίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ξεμπέρδεμα — και ξεμπέρδευμα, το [ξεμπερδεύω] 1. λύσιμο ή αποχωρισμός μπλεγμένων πραγμάτων 2. απαλλαγή από δύσκολες ή περίπλοκες καταστάσεις («μην ανακατευθείς σε αυτή την υπόθεση γιατί θα έχεις κακά ξεμπερδέματα») 3. εκκαθάριση ή ρύθμιση διαφορών,… …   Dictionary of Greek

  • ξεμπερδεμός — ο [ξεμπερδεύω] ξεμπέρδεμα …   Dictionary of Greek

  • ξεμπλέκω — 1. απαλλάσσω κάτι από μπλέξιμο ή μπέρδεμα, λύνω κάτι μπλεγμένο (α. «μού πήρε ώρα να ξεμπλέξω τα καλώδια» β. «έχει τόσο μακριά μαλλιά που δεν μπορεί να τά ξεμπλέξει») 2. απαλλάσσομαι από μπλέξιμο ή από δυσάρεστη υπόθεση, ξεμπερδεύω 3. εξομαλύνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»