ξεζεύ(γ)ω — (Μ ξεζεύω) βγάζω τον ζυγό, ελευθερώνω υποζύγιο από τον ζυγό («ξέζεψε τα βόδια από το αλέτρι») μσν. (για συζύγους) διαλύω τον γάμο, χωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ζεύ(γ)ω] … Dictionary of Greek
ξέζεμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεζεύ(γ)ω, απόζευξη … Dictionary of Greek