-
1 отвязать
-
2 расшить
разошью, разошьшь, προστκ. расшей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшитый, βρ: шит, -а, -оρ.σ.μ.1. ξηλώνω• ξεδένω•расшить тюк ξηλώνω το δέμα•
расшить книгу ξεδένω το βιβλίο.
2. κεντώ, πλουμίζω, στολίζω, διακοσμώ.3. ευθύνω, ομαλύνω τις ραφές (συνδέσεις).εκφρ.расшить узкие места – ανοίγω (καθαρίζω) τον τόπο α-πο τ αγκάθια (υπερνικώ τις δυσκολίες, τα εμπόδια).ξηλώνομαι• ξεδένομαι, λύνομαι. -
3 отвязать
отвязатьсов, отвязывать несов λύω, λύνω, ἀπολύω, ξεδένω:\отвязать собаку λύνω τόν σκύλο. -
4 развязывать
развязыватьнесов1. (что-л.) λύ(ν)ω, ζετυλίγω, ξεδένω:\развязывать ленту λύνω τήν κορδέλλα· \развязывать пакет ζετυλίγω τό δέμα·2. (освобождать) ἐλευθερώνω:\развязывать ру́ки кому́-л. прям., перен λύνω τα χέρια κάποιου· ◊ \развязывать войну́ ἐξαπολύω πόλεμο· \развязывать язык λύ(ν)ω τήν γλώσσα \развязываться1. λύομαι, ξεδένομαι·2. перен (освобождаться от кого-л., чего-л.) разг ἐλευθερώνομαι· ◊ у него язык развязался разг λύθηκε ἡ γλώσσα του. -
5 расшнуровать
расшнуроватьсов, расшнуровывать несов ξεθηλυκώνω, λύνω, ξεδένω:\расшнуровать ботинки λύνω τά κορδόνια τών παπουτσιών. -
6 отвязывать
[ατβγιάζυβατ*] ρ. λύνω, ξεδένω -
7 отвязывать
[ατβγιάζυβατ'] ρ λύνω, ξεδένω -
8 отвязать
-яжу, -яжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвязанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.αποσυνδέω, ξεδένω, λύνω•отвязать вервку λύνω την τριχιά•
отвязать узел λύνω τον κόμπο.
|| αποδε-δεσμεύω, απολύω•отвязать собаку λύνω το σκυλί.
(1ο κ. 2ο πρόσ. δεν έχει)αποσυνδέομαι, λύνομαι. || απαλλάσσομαι• γλυτώνω•насилу -лся от него τρόμαξα ν' απαλλαγώ απ αυτόν•
да отвяжитесь от меня μη μου γίνεστε φόρτωμα, ξεφοτωθήτε από μένα.
-
9 развязать
-вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развязанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. λύνω, αποσυνδέω, ξεδένω•развязать узел λύνω τον κόμπο.
2. μτφ. απαλλάσσω, ελευθερώνω, λυτρώνω. || μτφ. αποδεσμεύω, απελευτερώνω.εκφρ.развязать войну – εξαπολύω (ανάβω) τον πόλεμο•развязать руки – λύνω τα χέρια (είμαι ελεύθερος να πράξω όπως θέλω)•развязать язык – α) λύνω το γλωσσοδέτη, β) λύνω τη σιωπή.1. λύνομαι, αποσυνδέομαι, ξεδένομαι•у вас -лся галстук σας λύθηκε η γραβάτα•
мешок -лся το τσουβάλι λύθηκε.
2. μτφ. απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι• λυτρώνομαι.3. μτφ. ξεθαρεύω, αναθαρεύω, παίρνω θάρρος.εκφρ.язык -лся – λύθηκε ο γλωσσοδέτης• λύθηκε η σιωπή.
См. также в других словарях:
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek