-
1 ξεγύμνωτος
η, ο раздетый; оголённый, обнажённый, голый -
2 ξεγυμνωμένος
η, ρ1) см. ξεγύμνωτος; 2) обобранный, ограбленный, опустошённый (о стране и т. п.); 3) перен. обнажённый (о пороках, недостатках и т. п.);§ σπαθί ξεγυμνωμένο — решительный, энергичный человек
См. также в других словарях:
ξεγύμνωτος — η, ο [ξεγυμνώνω] 1. αυτός που τού έχουν βγάλει όλα του τα ρούχα, ο τελείως γυμνός 2. (για ξίφος) αυτός που είναι έξω από τη θήκη του, ξεθηκαρωμένος («πλακώνει η άλλη κόλασις... φονηάδες με τα σπαθιά ξεγύμνωτα», Βαλαωρ.) … Dictionary of Greek
ξεγύμνωτος — η, ο 1. ο γυμνός, ο χωρίς ρούχα. 2. για ξίφος, το έξω από τη θήκη: Φονιάδες με τα σπαθιά ξεγύμνωτα (Βαλαωρίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)