Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξεγύμνωτος

См. также в других словарях:

  • ξεγύμνωτος — η, ο [ξεγυμνώνω] 1. αυτός που τού έχουν βγάλει όλα του τα ρούχα, ο τελείως γυμνός 2. (για ξίφος) αυτός που είναι έξω από τη θήκη του, ξεθηκαρωμένος («πλακώνει η άλλη κόλασις... φονηάδες με τα σπαθιά ξεγύμνωτα», Βαλαωρ.) …   Dictionary of Greek

  • ξεγύμνωτος — η, ο 1. ο γυμνός, ο χωρίς ρούχα. 2. για ξίφος, το έξω από τη θήκη: Φονιάδες με τα σπαθιά ξεγύμνωτα (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»