Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ξαν-

См. также в других словарях:

  • ἄιξαν — ἄ̱ιξαν , ἀίσσω shoot aor ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ϊ̱ξαν , ἀίσσω shoot aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀίσσω shoot aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἄϊ̱ξαν , ἀίσσω shoot aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπαξαν — ἔπᾱξαν , ἐπάγνυμι break aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπάγω bring on aor ind act 3rd pl (homeric ionic) πάσσω sprinkle aor ind act 3rd pl ἔπᾱξαν , πήγνυμι Aër. aor ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OPIFICES — sub Minervae olim patrocinio fuêre: Ovid. Fastor. l. 3. v. 833. Namque Mille Dea est operum. Hinc de illa sic Isidorus: Minervam Gentiles multis ingeniis praedicant: hanc enim primam lanificii usum monstrâsse, hanc etiam telam ordisse et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ξάνιο — το (Α ξάνιον) εργαλείο που χρησιμοποιείται στην ξάνση, στο ξάσιμο τών ερίων και στη θραύση τού μίσχου τής κάνναβης ή τού λίνου για αποχωρισμό τών νημάτων, κν. λανάρα αρχ. το επίξηνον* («ξάνιον ἤ ἐπίξηνον, ὅπερ ἡ νεαρὰ κωμῳδία ἐπικόπανον καλεῑ»,… …   Dictionary of Greek

  • ξανάα — ξανάα, τὰ (Α) αναπηρία τών δακτύλων από ψύξη ή ίσως από μόλυνση λόγω ξάνσεως ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν τού ξαίνω (πρβλ. ξανάω / ῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ξαντήριο — το το εργαστήριο τού ξάντη, ο τόπος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνεται το λανάρισμα, λαναριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν τού ξαίνω + κατάλ. τήριο (πρβλ. κλωσ τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • ξανώ — ξανῶ, άω (Α) 1. καταπονούμαι ξαίνοντας μαλλιά 2. (γενικά) δουλεύω σκληρά, κουράζομαι, καταπονούμαι, κοπιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν τού ξαίνω + κατάλ. άω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ὑφαίνω: ὑφανάω)] …   Dictionary of Greek

  • διεκήρυξαν — διεκήρῡξαν , διακηρύσσω proclaim by herald aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέπαιξαν — διά ἐπᾴσσω rush at aor ind act 3rd pl (homeric ionic) διά ἐπαίσσω rush at aor ind act 3rd pl (homeric ionic) διά ἐπαίσσω rush at aor ind act 3rd pl (homeric ionic) διέπαϊ̱ξαν , διά ἐπαίσσω rush at aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) διά… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέπραξαν — διαπράσσω pass over aor ind act 3rd pl διέπρᾱξαν , διαπράσσω pass over aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόρυξαν — διορύσσω dig through aor ind act 3rd pl (homeric ionic) διόρῡξαν , διορύσσω dig through aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»