-
121 ξυνέμιξαν
ξυνέμῑξαν, συμμίγνυμιaor ind act 3rd pl -
122 ξυνέπραξαν
συμπράσσωjoin: aor ind act 3rd plξυνέπρᾱξαν, συμπράσσωjoin: aor ind act 3rd pl -
123 ξυνέρραξαν
συναράσσωdash together: aor ind act 3rd plξυνέρρᾱξαν, συρράσσωdash together: aor ind act 3rd pl -
124 παρέμιξαν
παρέμῑξαν, παραμίγνυμιaor ind act 3rd pl -
125 παρέπλαξαν
παρέπλᾱξαν, παραπλήσσωstrike at the side: aor ind act 3rd pl -
126 παρήιξαν
παραίσσωdart past: aor ind act 3rd pl (attic epic ionic)παρήϊ̱ξαν, παραίσσωdart past: aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) -
127 προανεκήρυξαν
προανεκήρῡξαν, πρό-ἀνακηρύσσωproclaim by voice of herald: aor ind act 3rd pl -
128 προεκήρυξαν
προεκήρῡξαν, προκηρύσσωproclaim by herald: aor ind act 3rd pl
См. также в других словарях:
ἄιξαν — ἄ̱ιξαν , ἀίσσω shoot aor ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ϊ̱ξαν , ἀίσσω shoot aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀίσσω shoot aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἄϊ̱ξαν , ἀίσσω shoot aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπαξαν — ἔπᾱξαν , ἐπάγνυμι break aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπάγω bring on aor ind act 3rd pl (homeric ionic) πάσσω sprinkle aor ind act 3rd pl ἔπᾱξαν , πήγνυμι Aër. aor ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OPIFICES — sub Minervae olim patrocinio fuêre: Ovid. Fastor. l. 3. v. 833. Namque Mille Dea est operum. Hinc de illa sic Isidorus: Minervam Gentiles multis ingeniis praedicant: hanc enim primam lanificii usum monstrâsse, hanc etiam telam ordisse et… … Hofmann J. Lexicon universale
ξάνιο — το (Α ξάνιον) εργαλείο που χρησιμοποιείται στην ξάνση, στο ξάσιμο τών ερίων και στη θραύση τού μίσχου τής κάνναβης ή τού λίνου για αποχωρισμό τών νημάτων, κν. λανάρα αρχ. το επίξηνον* («ξάνιον ἤ ἐπίξηνον, ὅπερ ἡ νεαρὰ κωμῳδία ἐπικόπανον καλεῑ»,… … Dictionary of Greek
ξανάα — ξανάα, τὰ (Α) αναπηρία τών δακτύλων από ψύξη ή ίσως από μόλυνση λόγω ξάνσεως ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν τού ξαίνω (πρβλ. ξανάω / ῶ)] … Dictionary of Greek
ξαντήριο — το το εργαστήριο τού ξάντη, ο τόπος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνεται το λανάρισμα, λαναριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν τού ξαίνω + κατάλ. τήριο (πρβλ. κλωσ τήριο)] … Dictionary of Greek
ξανώ — ξανῶ, άω (Α) 1. καταπονούμαι ξαίνοντας μαλλιά 2. (γενικά) δουλεύω σκληρά, κουράζομαι, καταπονούμαι, κοπιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν τού ξαίνω + κατάλ. άω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ὑφαίνω: ὑφανάω)] … Dictionary of Greek
διεκήρυξαν — διεκήρῡξαν , διακηρύσσω proclaim by herald aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέπαιξαν — διά ἐπᾴσσω rush at aor ind act 3rd pl (homeric ionic) διά ἐπαίσσω rush at aor ind act 3rd pl (homeric ionic) διά ἐπαίσσω rush at aor ind act 3rd pl (homeric ionic) διέπαϊ̱ξαν , διά ἐπαίσσω rush at aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) διά… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέπραξαν — διαπράσσω pass over aor ind act 3rd pl διέπρᾱξαν , διαπράσσω pass over aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόρυξαν — διορύσσω dig through aor ind act 3rd pl (homeric ionic) διόρῡξαν , διορύσσω dig through aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)