Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ξανοίγω

  • 1 ξανοίγω

    (αόρ. (ε)ξάνοιξα) 1. μετ.
    1) раскрывать, растворять, распахивать; 2) расстилать (шерсть, хлопок для сушки); 3) перен. открывать, намечать;

    ξανοίγω προοπτικές — открывать перспективы;

    ξάνοιξε καινούργιους δρόμους στην επιστήμη он открыл новые пути в науке;
    4) смотреть; με

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξανοίγω

См. также в других словарях:

  • ξανοίγω — ξανοίγω, ξάνοιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… …   Dictionary of Greek

  • ξανοίγω — ξάνοιξα, ξανοίχτηκα, ξανοιγμένος 1. μτβ., ανοίγω κάτι διάπλατα, απλώνω: Ξάνοιξε το μαλλί να στεγνώσει. 2. μτφ., ανοίγω, χαράζω, δημιουργώ: Ξάνοιξε καινούριους δρόμους στην επιστήμη. 3. βλέπω, διακρίνω: Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξανοίγω — και ξανοίγω (AM ἐξανοίγω, Μ και ξανοίγω) νεοελλ. 1. βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ 2. (για ατμοσφαιρ. κατάσταση) αιθριάζω, ξανοίγω αρχ. μσν. ανοίγω, ανοίγω εντελώς («ἐξανοιγέσθωσαν τάφοι», Κων. Πορφ.) αρχ. παραλύω, αποσυνθέτω, εξουδετερώνω …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • αγριοξανοίγω — αγριοκοιτάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + ξανοίγω. ΠΑΡ. αγριοξάνοιγμα] …   Dictionary of Greek

  • καλοξανοίγω — (Μ) [ξανοίγω] βλέπω καθαρά, διακρίνω …   Dictionary of Greek

  • ξάνοιγμα — το [ξανοίγω] 1. άνοιγμα, άπλωμα 2. η αλλαγή τού καιρού προς το καλύτερο, η αιθρίαση, η βελτίωση τού καιρού 3. ο απόπλους προς το ανοιχτό πέλαγος 4. εκμυστήρευση μυστικών 5. διεύρυνση δραστηριότητας, εργασίας ή δαπάνης πέρα από τα επιτρεπτά όρια ή …   Dictionary of Greek

  • ξανταίνω — 1. απαλλάσσομαι από εμπλοκή, από μπλέξιμο, ξεμπλέκομαι 2. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω, βλέπω, ξανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ανταίνω / νταίνω «εμπλέκομαι»] …   Dictionary of Greek

  • παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… …   Dictionary of Greek

  • αιθριάζω — αιθρίασα, ξαστερώνω, ξανοίγω: Ο καιρός άρχισε να αιθριάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»