-
1 ξανθογεως
-
2 ξανθόγεως
ξανθό-γεως, ων,A of yellow soil, Luc.Syr.D.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξανθόγεως
-
3 ξανθόγεως
См. также в других словарях:
ξανθόγεως — ξανθόγεως, ων (Α) (για τόπο) αυτός που έχει ξανθό, πυρρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + γεως (< γαία), πρβλ. μεσό γεως, χρυσό γεως] … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek