-
1 переспросить
ξαναρωτώ, επερωτώ, επα-νερωτώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переспросить
-
2 переспрашивать
-
3 переспрашивать
переспрашиватьнесов, переспросить сов ξαναρωτώ, ἐπανερωτώ. -
4 переспросить
-рошу, -рбсишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переспрошенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ξαναρωτώ, επανερωτώ.2. ρωτώ (πολλούς, όλους)•переспросить всех учеников ρωτώ (εξετάζω) όλους τους μαθητές.
См. также в других словарях:
ξαναρωτώ — και ξαναερωτώ, άω επαναλαμβάνω ερώτηση, επανερωτώ … Dictionary of Greek
αναρωτώ — ρωτώ και ξαναρωτώ, ρωτώ με ενδιαφέρον για κάτι και απλώς ρωτώ 2. (μέσ., ιέμαι] ρωτώ τον εαυτό μου, απορώ … Dictionary of Greek
διπλορωτώ — επαναλαμβάνω την ερώτηση, ξαναρωτώ, ρωτώ επίμονα … Dictionary of Greek
επαναδιπλάζω — ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM) ξαναρωτώ («τῶν δ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. τού διπλασιάζω)] … Dictionary of Greek
επανείρομαι — ἐπανείρομαι και ἐπανέρομαι (Α) [είρομαι] 1. υποβάλλω επανειλημμένως ερωτήσεις, εξετάζω κατ επανάληψη ή με λεπτομέρειες («τάδε σ ἐπανερόμαν», Αισχύλ.) 2. ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ … Dictionary of Greek
επανερωτώ — (Α ἐπανερωτῶ, άω) ξαναρωτώ, ρωτώ πάλι για κάτι ή για κάποιον … Dictionary of Greek
μεταρωτώ — μεταρωτῶ ματαρωτῶ (Μ) ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ … Dictionary of Greek
ματα- — α΄ συνθετικό ρημάτων: Ματαλέω, ματαρωτώ (αντί ξαναλέω, ξαναρωτώ) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)