Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξαναρωτώ

См. также в других словарях:

  • ξαναρωτώ — και ξαναερωτώ, άω επαναλαμβάνω ερώτηση, επανερωτώ …   Dictionary of Greek

  • αναρωτώ — ρωτώ και ξαναρωτώ, ρωτώ με ενδιαφέρον για κάτι και απλώς ρωτώ 2. (μέσ., ιέμαι] ρωτώ τον εαυτό μου, απορώ …   Dictionary of Greek

  • διπλορωτώ — επαναλαμβάνω την ερώτηση, ξαναρωτώ, ρωτώ επίμονα …   Dictionary of Greek

  • επαναδιπλάζω — ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM) ξαναρωτώ («τῶν δ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. τού διπλασιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • επανείρομαι — ἐπανείρομαι και ἐπανέρομαι (Α) [είρομαι] 1. υποβάλλω επανειλημμένως ερωτήσεις, εξετάζω κατ επανάληψη ή με λεπτομέρειες («τάδε σ ἐπανερόμαν», Αισχύλ.) 2. ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ …   Dictionary of Greek

  • επανερωτώ — (Α ἐπανερωτῶ, άω) ξαναρωτώ, ρωτώ πάλι για κάτι ή για κάποιον …   Dictionary of Greek

  • μεταρωτώ — μεταρωτῶ ματαρωτῶ (Μ) ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ …   Dictionary of Greek

  • ματα- — α΄ συνθετικό ρημάτων: Ματαλέω, ματαρωτώ (αντί ξαναλέω, ξαναρωτώ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»