-
1 поговорить
поговорить μιλώ, κουβεντιάζω· я должен \поговорить с тобой πρέπει να σου μιλήσω* \поговорить ещё раз ξαναμιλώ* * *μιλώ, κουβεντιάζωя до́лжен поговори́ть с тобо́й — πρέπει να σου μιλήσω
поговори́ть ещё раз — ξαναμιλώ
-
2 поговорить
поговоритьсов μιλώ, κουβεντιάζω λιγάκι:\поговорить немного κουβεντιάζω λίγο· \поговорить еще раз ξαναμιλώ, τά ξαναλέω.
См. также в других словарях:
ξαναμιλώ — 1. μιλώ ξανά 2. συζητώ πάλι, ξανακουβεντιάζω … Dictionary of Greek
μεταμιλώ — μεταμιλῶ (Μ) ξαναμιλώ με κάποιον … Dictionary of Greek
μετασυντυχαίνω — (Μ) ξαναμιλώ, παίρνω τον λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + συν τυχαίνω «ομιλώ, συνομιλώ»] … Dictionary of Greek